Μαθήματα βασικών αρχών του συνταγματικού δικαίου και αυτονόητου σεβασμού προς τους θεσμούς παραδίδουν με σειρά σκληρών ανακοινώσεων και τοποθετήσεών τους οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων απαντώντας στην κυβερνητική κριτική για την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις τηλεοπτικές άδειες.

Ο πολιτικός αντίκτυπος που προκάλεσε η απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου που κατ’ εφαρμογή του Συντάγματος έδωσε μια καθαρή λύση, βάζοντας στο κάδρο της ιστορίας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, άνοιξε ένα νέο μέτωπο ανάμεσα στην εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία.

Δικαστικοί κύκλοι από προχθές το βράδυ ακόμα, που έγιναν οι πρώτες επίσημες τοποθετήσεις κυβερνητικών παραγόντων, έκαναν λόγο για «πρωτόγνωρη επιθετική κριτική απέναντι στη Δικαιοσύνη και ειδικότερα απέναντι στο ΣτΕ, που οι αποφάσεις του συνδέονται με τον στενό πυρήνα της συνταγματικότητας ή μη των νόμων».

Η απόφαση του ΣτΕ, όπως είναι γνωστό, κατά πλειοψηφία –με ψήφους 14 έναντι 11 –έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο Παππά για τη χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών. Γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι όλη η διαδικασία θα ξαναρχίσει από μηδενική βάση με κυρίαρχο όργανο το ΕΣΡ.

«Με την απόφασή του το ΣτΕ στέλνει το δικό του μήνυμα, υπό το αδιαμφισβήτητο θεσμικό του βάρος. Ουσιαστικά το δικαστήριο λέει προς τους έχοντες την εξουσία και την αρμοδιότητα, βάλτε τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο αλλά με βάση τις συνταγματικές επιταγές. Μόνο ως άλλοθι μπορεί να χαρακτηριστεί η τακτική ότι ελλείψει συναίνεσης πολιτικής προσπερνούμε το Σύνταγμα» έλεγαν δικαστικές πηγές εν αναμονή του σκεπτικού της απόφασης του ανώτατου δικαστηρίου.

Υπερασπίζοντας το κύρος του θεσμού

Ωστόσο, μπροστά στην προσπάθεια θεσμικής απαξίωσης ανώτατων δικαστικών λειτουργών που επωμίστηκαν το βάρος να κρίνουν μία ακόμα υπόθεση με μεγάλο πολιτικό εκτόπισμα, οι δικαστές δεν έμειναν σιωπηλοί. Και δεν θα μπορούσαν άλλωστε να μην απαντήσουν και να μην υπερασπιστούν το κύρος του θεσμού, την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία, που έβλεπαν για μία ακόμα φορά να τίθενται υπό αμφισβήτηση.

Η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, μέλη της οποίας αφορούσαν οι δηλώσεις κυβερνώντων, υπενθύμιζε προς κάθε κατεύθυνση ότι:

n Αποστολή του ΣτΕ είναι ο έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και δι’ αυτής ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, κατόπιν αιτημάτων παροχής δικαστικής προστασίας.

n Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκπληρώνει την αποστολή αυτή, στη μακρόχρονη ιστορία του, ως θεματοφύλακας του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τηρώντας τη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, απαρτιζόμενο από λειτουργούς που διακρίνονται για την υψηλή επιστημονική κατάρτιση και το ελεύθερο και ανεξάρτητο φρόνημά τους.

Και κατέληγαν επισημαίνοντας πως ο «δημόσιος λόγος που αναφέρεται στην αποστολή και στον ρόλο του δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανωτέρω και να εκφέρεται με γνώση τής εν γένει οργάνωσης και λειτουργίας τού δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών, επιδεικνύοντας τη δέουσα αυτοσυγκράτηση».

Βασικές αρχές διάκρισης εξουσιών

Σκληρή απάντηση στην αμφισβήτηση του θεσμικού ρόλου της Δικαιοσύνης έδωσε με την ανακοίνωσή της και η Ενωση Διοικητικών Δικαστών, που διά της προέδρου της Ειρήνης Γιανναδάκη στηλίτευσε τις απαξιωτικές κριτικές από εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας που «δεν συνάδουν με τη συνταγματική τάξη και τις αρχές στις οποίες στηρίζεται το κράτος δικαίου και δεν είναι ούτε συνταγματικά προβλεπόμενες ούτε θεσμικά ανεκτές».

«Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, οργανικό στοιχείο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, προβλέπεται και κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα της χώρας μας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει αναμφισβήτητα στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Συνέχεται όμως κατ’ ανάγκην και, σύμφωνα με την ως άνω αρχή, με τον συνταγματικό έλεγχο που είναι αρμοδιότητα της δικαστικής λειτουργίας» διευκρινίζει η Ειρήνη Γιανναδάκη, κάνοντας απλή αναφορά των βασικών αρχών της διάκρισης των εξουσιών.

Αποφάσεις με βάση το Σύνταγμα

Αδικαιολόγητες, όμως, χαρακτηρίζει τις επιθέσεις της κυβέρνησης κατά της Δικαιοσύνης και η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, που για πρώτη φορά είναι τόσο έντονες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι δικαστές. Αποδίδουν, δε, όλο αυτό το πρωτόγνωρο σκηνικό σε σαφή προσπάθεια να ενταχθούν η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της στην πολιτική αντιπαράθεση.

«Κατηγορήθηκε», συμπληρώνει η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, «το ανώτατο δικαστήριο για τις αποφάσεις του στα Μνημόνια, το κούρεμα των ομολόγων, τη διάλυση των ασφαλιστικών ταμείων, σαν να είναι αυτό που νομοθετεί και όχι οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις που επέβαλαν τα δυσβάσταχτα για την κοινωνία μέτρα. Επιρρίπτεται ευθύνη στο δικαστήριο διότι δεν υπολόγισε τις συνέπειες που προκαλεί η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του συγκεκριμένου νόμου και γιατί παρεμποδίζει με την απόφασή του την άσκηση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα, χωρίς να υπολογίζουν σκοπιμότητες και πολιτικές επιδιώξεις». Μια Δικαιοσύνη με άλλη κατεύθυνση, όπως λένε οι δικαστές, «θα ήταν πολύ επικίνδυνη για τη δημοκρατία μας και για το κράτος δικαίου. Ο οικονομικός σχεδιασμός και ο τρόπος εξεύρεσης των απαραίτητων κονδυλίων για τη λειτουργία των κρατικών δομών είναι ευθύνη της κυβέρνησης, ενώ καθήκον δικό μας είναι η διαφύλαξη της συνταγματικής νομιμότητας. Στη δημοκρατία δεν νοείται κανενός είδους αντιπαλότητα μεταξύ των εξουσιών. Η ομαλή λειτουργία των θεσμών προϋποθέτει κατανόηση του διακριτού ρόλου τής κάθε εξουσίας και εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας χειραγώγησης της μιας από την άλλη».

Παρέμβαση με αυξημένη θεσμική βαρύτητα, πάντως, θεωρείται και η χθεσινή απόφαση του προέδρου της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων Κώστα Μενουδάκου, ο οποίος ήταν πρώην προέδρος του ΣτΕ, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν έχει παραβιαστεί η σχετική νομοθεσία με τη δημοσιοποίηση προσωπικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων ανώτατου δικαστή, μέλους της Ολομέλειας του δικαστηρίου.