έλουμε – δεν θέλουμε, ο αριστοτελικός ορισμός για την τραγωδία και αναλογικά και για την κωμωδία ισχύει έως τις μέρες μας, όπου γης υπάρχει θέατρο. Γιατί το θέατρο έχει μύθον (υπόθεση, στόρι, σενάριο, λιμπρέτο, καμβά), έχει όψιν, λέξιν, όρχησιν, ήθος και διάνοιαν και βεβαίως είναι μίμησις πράξεως ζώντων, ου δι’ απαγγελίας. Μιμική. Αυτό το σύνθετο θέαμα – ακρόαμα είναι ό,τι ο ιδρυτής της δραματολογίας ως επιστήμης του θεάτρου Αριστοτέλης χαρακτήριζε «η των πραγμάτων σύστασις». Ποια είναι αυτά τα «πράγματα» ή όλες οι προϋπάρχουσες προ αιώνων τέχνες, αφού το θέατρο είναι νέα τέχνη, προϊόν ώριμου ιστορικά και πλούσιου πολιτισμού; Ετσι η υπόθεση (που έρχεται από τους πανάρχαιους μύθους), ο χορός, το άσμα, η αρχιτεκτονική, η επική αφήγηση (οι αγγελιαφόροι) και βέβαια η ποίηση συγκροτούν ενωμένα αλληλοπεριχωρούντα και ισορροπούντα μια σύνθεση που υλοποιεί την ηρακλείτεια διαλεκτική: θέση – αντίθεση – σύνθεση.

Μετά την αρχαιότητα και αφού μεσολάβησε ο σκοτεινός Μεσαίωνας που χώρισε και αυτονόμησε τις τέχνες, η Αναγέννηση προσπάθησε να τις ξαναενώσει και δημιούργησε νέα υβρίδια: την όπερα, τη μουσική κωμωδία, το δράμα μετ’ ασμάτων, την οπερέτα αργότερα και το μιούζικαλ. Σε όλες αυτές τις νέες μορφές θεάματος – ακροάματος κυρίαρχη θέση έχει το χορικό στοιχείο. Ως μονωδίες, διωδίες, τρίο, χορωδιακά άσματα, σε συνδυασμό με τον χορό, την όρχηση, αναπαρήγαγαν τα δύο συστατικά στοιχεία της αρχικής τραγικής και κωμικής μήτρας.

Σε ελαφρότερες θεατρικές κατασκευές (εξτραβαγκάντσα, κωμειδύλλιο, επιθεώρηση) το λυρικό στοιχείο ως χορωδιακό τραγούδι, ως μονωδία, ντουέτο, ρομάντζα κ.τ.λ., λειτουργικό συμπλήρωμα της πρόζας ή μελωδικό διάλειμμα ή θεαματικό μουσικό φινάλε, έδωσε ενδιαφέρουσες δομικές και αισθητικές παραλλαγές.

Θα μείνω σήμερα στην ελληνική υβριδιακή θεατρική φόρμα, την επιθεώρηση, που –θέλουν ή δεν θέλουν να το καταλάβουν κάποιοι κοστουμαρισμένοι θεωρητικοί –μιμείται σχεδόν σκανδαλωδώς την αριστοφανική φόρμα (ας μην μπερδεύουν τη φόρμα με το περιεχόμενο και τα στιχάκια με τη μεγάλη ποίηση), και μάλιστα τη μιμείται σχολαστικά. Υπάρχουν στην επιθεώρηση πρόλογος, νούμερα, χορευτικά ιντερμέδια, ρομάντζες και κυρίως πολιτική σάτιρα και παρέλαση κοινωνικών αρνητικών τύπων.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Στην ελληνική αποκλειστικά εκδοχή η επιθεώρηση αφιέρωνε μεγάλο μέρος τού κατά παράταξη προγράμματος στο τραγούδι ως αυτόνομο λυρικό στοιχείο ή συνδυασμένο με χορικά ή και χορό. Εως την εποχή του ραδιοφώνου και λίγο μετά, όλη η τραγουδιστική παραγωγή των ελλήνων συνθετών και στιχουργών εκκινούσε από την επιθεώρηση. Εκεί δημιουργούνταν τα σουξέ. Θα έβαζα μάλιστα ως χρονικό όριο το 1960 όταν το νέο ελληνικό τραγούδι (επανανακάλυψη του ρεμπέτικου, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Πλέσσας, Μαρκόπουλος, Σπανός, Σαββόπουλος και τόσοι άλλοι αξιόλογοι συνθέτες και σημαίνοντες ποιητές) ανακάλυψε την υπαίθρια λαϊκή συναυλία.

Η ένδοξη περίοδος της επιθεώρησης (1895-1967), στη γοητεία της οποίας υπέκυψαν και ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, φιλοξένησε και ανέδειξε (σε σμίκρυνση και στις αίθουσες του καμπαρέ και των λαϊκών βαριετέ) συνθέτες που τροφοδότησαν γενιές και γενιές με ερωτικά κυρίως και σατιρικά κοινωνικά τραγούδια. Η επιθεώρηση με την προσαρμοστικότητα και τις αντοχές που έχουν τα νόθα άλλαζε συνεχώς περιεχόμενο χωρίς να ταράξει τη φόρμα. Πόλεμοι, διχασμοί, κατοχές, σεισμοί, λιμοί, λοιμοί, σκάνδαλα, πολιτικές ανακατατάξεις έδωσαν νούμερα με νέους τύπους και υπακοή στις νέες μόδες του διεθνούς τραγουδιού. Δεν υπάρχει μόδα τραγουδιστική, εγχώρια και διεθνής, που να μην έγινε επιθεωρησιακό τραγούδι (από καλαματιανό, ρεμπέτικο, κρητικό και επτανησιακό μέχρι βαλς, τάνγκο, ρούμπες, σάμπες, λάτιν και τζαζ ρυθμούς και μελωδίες). Στη μόδα και την επαγγελματική ανάγκη συχνά υπέκυψαν και συνθέτες που ξεκίνησαν με άλλες περγαμηνές, π.χ. ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (μαθητής μεγάλων γερμανών συνθετών, μέγας συνθέτης της εθνικής λεγόμενης μουσικής, συνοδοιπόρος του Καλομοίρη, του Βάρβογλη, του Αντίοχου Ευαγγελάτου, του Καζάσογλου κ.ά.) διέπρεψε ως σπουδαίος συνθέτης επιθεωρησιακών τραγουδιών και σουξέ με το όνομα Κώστας Γιαννίδης. Ο Αττίκ, ο Χαιρόπουλος, ο Βώττης και οι διάδοχοί τους Μουζάκης, Κατριβάνος, Ζακ Ιακωβίδης, Σουγιούλ γέμισαν τρεις γενιές Ελλήνων με μελωδίες. Στιχουργοί, κυρίως συγγραφείς της επιθεώρησης, κατ’ επάγγελμα δημοσιογράφοι (Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Τραϊφόρος, Κοφινιώτης, Φατσέας και αργότερα Πρετεντέρης, Γιαλαμάς, Γ. Οικονομίδης κ.ά.).

Για να παρακολουθήσει κανείς την πορεία του ελληνικού ελαφρού λεγόμενου τραγουδιού δεν μπορεί να αγνοήσει την ιστορία της επιθεώρησης, αλλά και η επιθεώρηση είναι σήμερα ακατανόητη ως κείμενο χωρίς τη γνώση της σύγχρονής της ιστορικής εξέλιξης.

Στις ανέμελες εποχές, στις εποχές των οικονομικών ή των πολιτικών κρίσεων, στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στις δικτατορίες (να ‘ταν μόνο μία!), το λυρικό μέρος των επιθεωρήσεων γλεντά, θρηνεί, θριαμβολογεί, μελαγχολεί, παρηγορεί, χλευάζει, ειρωνεύεται, υπαινίσσεται και ονειρεύεται συχνά καρβέλια και φασουλάδα, αλλά και φοράει λαμέ τουαλέτες πάνω από τις πληγές και ρουζ για να κρύψει τις ντροπές μας.

Ενας μέγας μουσικός χρονικογράφος της γενιάς του (1925-1958) υπήρξε ο Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου –Σουγιούλ. Ενας Μικρασιάτης που ως μετανάστης ανέπτυξε το αυτοσχέδιο ταλέντο του στην Ελλάδα των μεγάλων κρίσεων (δικτατορίες, Αλβανικό, Κατοχή, Εμφύλιος, άναρχη ανάπτυξη, μετανάστευση, εξορίες, Κυπριακό). Ο Σουγιούλ χρεώνεται ή πιστώνεται από τους ειδικούς, ανάλογα με τη μουσική τους καταγωγή, με την «εφεύρεση» και καθιέρωση του αρχοντορεμπέτικου, ενός άλλου υβριδίου, ενός ανθεκτικότατου νόθου είδους τραγουδιού. Μουσικός ευφυής, ευέλικτος, γεννημένος μελωδιστής και ικανός ενορχηστρωτής, πλούτισε το ελληνικό τραγούδι με αρκετά διαμάντια.

Στο θέατρο Ακροπόλ συνεχίζεται με επιτυχία το έργο «Ας ερχόσουν για λίγο» του Δημήτρη Μαλισσόβα, με μουσική επιμέλεια των τραγουδιών του Ανδρέα Μοντέζ.

Ο Μαλισσόβας γράφει ένα χρονικό ιστορικό, κοινωνικό και αισθητικό της εποχής που έντυσε μουσικά ανάμεσα σε άλλους άξιους συναδέλφους του ο Σουγιούλ. Κείμενο απλό, κατανοητό, σαφές, χωρίς υπερβολές. Ο ίδιος ο συγγραφέας το σκηνοθέτησε με γούστο και ευθυβολία στόχου. Με την ορχήστρα επί σκηνής ο μαέστρος Παπαζαχαριάκης δίνει τον χαρακτήρα μιας θεατρικής μουσικής γιορτής.

Οι χορογραφίες της Αθανασιάδη, τα σκηνικά της Μουστάκα, τα κοστούμια της Πανοπούλου, οι φωτισμοί του Προδρόμου αναβιώνουν με γούστο και πιστότητα την εποχή.

Οι ηθοποιοί το γλεντάνε, χορεύουν, τραγουδούν και κατεβάζουν το κέφι στην πλατεία.

Ο Γιάννης Μπέζος κυριαρχεί με το πλούσιο και άρτιο υποκριτικό και μουσικό του μετάλλευμα. Η Τάνια Τρύπη άλλη μια φορά ανεβάζει τα γράδα της και μεταφέρει την κλάση της όπως σε ό,τι καταπιάνεται.

Η Ανδριάνα Μπάμπαλη έχει γκελ και σταθερή αξία. Η Κουρούπη, η Καρακάση και η Θεοδότη κεντάνε ως ηθοποιοί και τραγουδίστριες και οι Κατσώλης, Νικολαΐδης, Παράσχος και Μαρκάλας δημιουργούν ωραίες λαϊκές ή μεγαλοαστικές φιγούρες.

Εξοχο το εξαμελές μπαλέτο.

Η παράσταση δεν είναι μόνο μνημόσυνο μιας εποχής. Είναι ένα μάθημα σε εποχές μουσικής πενίας.

Κείμενο:

Δημήτρης Μαλισσόβας

Σκηνοθεσία:

Δημήτρης Μαλισσόβας

Μουσική διεύθυνση:

Γιάννης Παπαζαχαριάκης.

Χορογραφίες:

Αννα Αθανασιάδη

Σκηνικά:

Αρετή Μουστάκα

Κοστούμια:

Χριστίνα Πανοπούλου

Ερμηνείες:

Γιάννης Μπέζος, Τάνια Τρύπη, Ανδριάνα Μπάμπαλη, Βαλέρια Κουρούπη, Ελένη Καρακάση, Ανδρη Θεοδότου, Παναγιώτης Κατσώλης, Σταύρος Νικολαΐδης, Γιώργος Παράσχος, Σταύρος Μαρκάλας

Πού:

Στο Θέατρο Ακροπόλ (Ιπποκράτους 9-11, τηλ.

210-3643.700)