Στο βασίλειο της Ιλλυρίας, τον έναν και μοναδικό τόπο της «Δωδέκατης νύχτας», ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare, 1564-1616) εγκλωβίζει τη δράση και τους ήρωές του, άνδρες και γυναίκες. Ανοίκεια για την εποχή, αυτή η άγνωστη γη (γεωγραφικά η Ιλλυρία ανήκει στα δυτικά της Βαλκανικής Χερσονήσου ή σε κάποιο μέρος της Νότιας Μεσογείου) μετατρέπεται σε ουτοπικό μέρος, μέρος μια διαρκούς γιορτής, άλλοτε φωτεινής και άλλοτε σκοτεινής. Εκεί ο έρωτας είναι η ταυτότητα. Ο έρωτας και η μεταμφίεση.

Δίδυμα αδέλφια που πιστεύουν ότι χωρίστηκαν για πάντα, μια φαινομενική αλλαγή φύλου, ένα ανυπόγραφο γράμμα, ένα δαχτυλίδι, υπηρέτες που ερωτεύονται τα αφεντικά τους και ένας τρελός (;) που αναρωτιέται «ποιος είναι πράγματι ο τρελός» συνθέτουν τη «Δωδέκατη νύχτα» με τον υπότιτλο «Ο,τι προαιρείσθε». Μια φράση που καλεί τον θεατή να συμμετάσχει, να αισθανθεί, ίσως και να ερωτευθεί, κάτι που δεν μοιάζει να έλαβε υπόψη του ο Δημήτρης Καραντζάς. Ούτε γιορτή –ούτε αντι-γιορτή.

ΧΩΡΙΣ ΧΥΜΟΥΣ. Η «Δωδέκατη νύχτα» του στερήθηκε χυμούς, δράση, μεθύσι. Περιορίστηκε στο παιχνίδι της μεταμφίεσης με όρους άφυλους, υπονοώντας μια αναζήτηση της ύπαρξης, μια αγωνία απεγκλωβισμού από μια άλλη, μια ξένη ταυτότητα, αλλά κι αυτό ανεπιτυχώς. Επιπλέον στέρησε από την παράσταση τη μουσική που κατακλύζει το έργο, σχεδόν σαν εντολή από τον ίδιο τον συγγραφέα μέσω του Ορσίνο. «Αν είναι η μουσική τροφή του έρωτα, παίξτε μου κι άλλο, χορτάστε με, τόσο που απ’ την υπερτροφία να πέσει άρρωστος ο πόθος μου και να πεθάνει. Τη μελωδία αυτή ξανά». Kρίμα γιατί είχε στη διάθεσή του τον Δημήτρη Καμαρωτό.

Κι όμως, σαν ο σκηνοθέτης βρήκε (άθελά του;) αυτό που έψαχνε στο τέλος, στην τελευταία σκηνή, τη σκηνή της αναγνώρισης στην οποία όλος ο θίασος, παρατεταγμένος, επιστρέφει στην ταυτότητά του. Σε πλήρη αντίθεση με την αρχική, όπου αυτή η ίδια παρέα, με τα ίδια κοστούμια, εμφανίζεται σαν μικρό μπουλούκι, με αργές κινήσεις και μικρές κραυγές, παραπέμποντας, όπως και όλη η παράσταση, σε ένα ατυχές θέατρο μαριονέτας. Ουσιαστικό το γυμνό των διδύμων σε αυτό το ποιητικό φινάλε.

Δύσκολο να ξεφύγει ο θίασος από αυτό το κλίμα. Αλλωστε ο Δημήτρης Καραντζάς επιβεβαιώνει συχνά ότι προτιμά να ανήκει στους σκηνοθέτες εκείνους που λειτουργούν περιοριστικά στους ηθοποιούς, ενίοτε και ισοπεδωτικά. Με λέξεις κοφτές και αντίστοιχες κινήσεις, σαν να προσπαθεί να τους εμποδίσει να ολοκληρώσουν έναν χαρακτήρα, τους μετατρέπει ηθελημένα σε άψυχα όντα –ούτε μαριονέτες.

Ευτυχώς όχι όλους. Με πρώτη την Εμιλυ Κολιανδρή ως Βιόλα/Σεζάριο. Αυτό το θηλυκό κομμάτι των δίδυμων αδελφών, το κορίτσι που ντύνεται αγόρι και αγαπιέται από γυναίκα ενώ είναι ερωτευμένο με άνδρα, σκηνικά και ερμηνευτικά ξεχωρίζει. Γιατί αντιμετωπίζει τον ρόλο της εσωτερικά, υπαρξιακά, γλαφυρά, με το σώμα της, εύπλαστο υλικό, να υποστηρίζει το παίξιμό της. Ναι, κάποια σοβαρά πράγματα μπορούν να ειπωθούν με ελαφρύ τρόπο.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, προσπαθεί με διακριτικότητα να απεγκλωβιστεί από το σκηνοθετικό περιβάλλον για να αποδώσει τον Ορσίνο και τα καταφέρνει. Ο Μιχάλης Σαράντης συνεχίζει να εξελίσσεται καθώς το υποκριτικό του δαιμόνιο παραμένει ισχυρό αλλά παράλληλα πιο οργανωμένο.

Καίρια και ουσιαστική η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου διατηρεί την ουσία μέσα από το παιχνίδι των λέξεων και των εννοιών. Το φαινομενικά ευφάνταστο σκηνικό, αποδεικνύεται μονότονο αλλά δυσλειτουργικό.

Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Παίζουν: Εμιλυ Κολιανδρή, Γιώργος Χρυσοστόμου, Εύη Σαουλίδου, Νίκος Χατζόπουλος, Μιχάλης Σαράντης, Αινείας Τσαμάτης, Γιάννης Κλίνης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Ελίνα Ρίζου κ.ά.

Πού: Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή, Τετάρτη έως Σάββατο (20.00), Κυριακή (19.00).