Το σχέδιο για εγκατάσταση δικτύου οπτικών ινών σε όλη τη χώρα ξαναζεσταίνει το υπουργείο Μεταφορών, που ήδη βρίσκεται σε αναζήτηση ειδικού συμβούλου, ο οποίος θα αναλάβει την κατάρτιση του σχετικού πλάνου.

Η απόφαση για την πρόσληψη του συμβούλου που θα συνδράμει το έργο της Γενικής Γραμματείας Τηλεπικοινωνιών δημοσιεύτηκε στη Διαύγεια. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι αντικείμενο του συμβούλου θα είναι ο καθορισμός «του μοντέλου ανάπτυξης Δικτύου Οπτικών Ινών Ανοιχτής Πρόσβασης FTTH –δίκτυο οπτικών ινών που θα φθάνει μέχρι τα σπίτια –με τη συμμετοχή του Δημοσίου» όπως και «η αξιολόγηση της βιωσιμότητάς του».

Υπενθυμίζεται ότι το πρώτο σχέδιο για τη δημιουργία δικτύου οπτικών ινών που θα συνέδεε δύο εκατ. νοικοκυριά, προϋπολογισμού 2,1 δισ. ευρώ, είχε εκπονηθεί το 2008 όταν υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών ήταν ο Κωστής Χατζηδάκης. Αν και έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια από τότε, το σχέδιο για την εγκατάσταση δικτύων οπτικών ινών μέχρι το σπίτι (Fiber To The Home – FTTH) δεν προχώρησε, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρίσκεται σήμερα στην 26η θέση μεταξύ των 28 χωρών-μελών της ΕΕ όσον αφορά την ψηφιακή επικοινωνία – οικονομία.

Τα πλεονεκτήματα. Το μεγάλο πλεονέκτημα των δικτύων FTTH είναι η δυνατότητα να διακινούνται μέσα από αυτά τεράστιες ποσότητες δεδομένων σε εντυπωσιακά υψηλές ταχύτητες, που ξεκινούν από τα 100 Mbps. Οι οπτικές ίνες προσφέρουν μία σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα, με κυριότερα αυτά της απουσίας θορύβου και της υψηλής χωρητικότητας. Για τους λόγους αυτούς οι οπτικές ίνες έχουν επικρατήσει στα περισσότερα σύγχρονα δίκτυα κορμού, ενώ η χρήση τους ενδείκνυται πλέον και στα δίκτυα διανομής και πρόσβασης. Σημαντικός περιοριστικός παράγων στην εξάπλωσή τους είναι μέχρι σήμερα το υψηλό κόστος αρχικής εγκατάστασης.

Οπως χαρακτηριστικά τονίζουν στελέχη από τον χώρο της οικονομίας και της τεχνολογίας, «τα ευρυζωνικά δίκτυα είναι τόσο σημαντικά για την εποχή μας όσο ήταν οι δρόμοι, τα κανάλια και ο σιδηρόδρομος τον 19ο αιώνα και οι εθνικές οδοί και το τηλέφωνο τον 20ό αιώνα».

Στην τελευταία θέση. Πάντως, πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ τοποθετούν την Ελλάδα, μαζί με το Βέλγιο, στην τελευταία θέση μεταξύ των 32 χωρών-μελών του όσον αφορά το ποσοστό των συνδέσεων σε δίκτυα οπτικών ινών, στο σύνολο των ευρυζωνικών συνδέσεων.

Στον αντίποδα βρίσκεται η Ιαπωνία, που κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως με βάση το ποσοστό των συνδέσεων που προσφέρονται στους καταναλωτές μέσω των δικτύων οπτικών ινών. Συγκεκριμένα, περισσότερες από επτά στις δέκα συνδέσεις (72,6%) στην Ιαπωνία υποστηρίζονται από δίκτυα οπτικών ινών.

Στην ίδια λίστα τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η Νότια Κορέα με ποσοστό 69,4%, ενώ στην τρίτη θέση της κατάταξης βρίσκεται η Σουηδία με 46%.

Ακολουθούν η Εσθονία, όπου το ποσοστό των συνδέσεων που προσφέρονται στους καταναλωτές μέσω δικτύων οπτικών ινών ανέρχεται στο 33,1% και η Νορβηγία με 31,1%. Οι ΗΠΑ βρίσκονται περίπου στο μέσον της κατάταξης των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, με επίδοση πολύ κάτω του μέσου όρου των 32 κρατών (9,4%). Σε αντίστοιχα επίπεδα κινούνται το Μεξικό, η Νέα Ζηλανδία, η Αυστραλία και ο Καναδάς.

Στη βάση της ίδιας κατάταξης, λίγο καλύτερα από το Βέλγιο και την Ελλάδα (0,2%) βρίσκονται η Αυστρία με1,5%, η Γερμανία με 1,3% και η Ιρλανδία με 0,3%.

Επενδυτικό ενδιαφέρον. Πάντως, σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Τηλεπικοινωνιών, πρόθεση της κυβέρνησης είναι να κατασκευαστεί νέο και σύγχρονο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο οπτικών ινών με τη συνδρομή και του Δημοσίου, το οποίο θα είναι ανοιχτό για χρήση από όλους τους παρόχους. Μάλιστα επισημαίνεται ότι καταγράφεται και σχετικό ενδιαφέρον από επενδυτές, χωρίς πάντως να προσδιορίζονται μέχρι στιγμής οι δυνατότητες χρηματοδότησης ενός τέτοιου έργου.

Στελέχη της αγοράς των τηλεπικοινωνιών συμφωνούν ότι ένα έργο που θα καλύψει με οπτική ίνα όλη τη χώρα, εφόσον υλοποιηθεί, θα «είναι η πλέον ιδανική εξέλιξη».

Επίσης, τονίζουν ότι η λογική της συνεπένδυσης και διάθεσης ενός τέτοιου δικτύου προς όλους τους παρόχους προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες στον τελικό καταναλωτή, «βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση».

Αλλωστε, την πολιτική αυτή προκρίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής της που ανακοίνωσε πρόσφατα για την ανάπτυξη των Δικτύων Νέας Γενιάς (NGN), με στόχο το 2025 όλοι οι πολίτες να έχουν στη διάθεσή τους ταχύτητες τουλάχιστον 100 Mbps (με ενδιάμεσο στάδιο το 2020, όταν ταχύτητες 100 Mbps θα πρέπει να έχει το 50% του πληθυσμού και 30 Mbps το υπόλοιπο 50%).

Σημειώνεται ότι οι συνεπενδύσεις κράτους και ιδιωτών ή ιδιωτικών εταιρειών μεταξύ τους, όπως και η κοινή χρήση των υποδομών οπτικών ινών υποστηρίζονται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:

n Η Ισπανία, όπου οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών συμπράττουν για τη δημιουργία δικτύου οπτικών ινών υπερυψηλών ταχυτήτων, μέσα από κοινή επενδυτική συμφωνία που θα καλύψει περισσότερα από δύο εκατ. νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

n Η Πορτογαλία, όπου αναπτύσσεται επιπρόσθετο δίκτυο οπτικής ίνας υπερυψηλών ταχυτήτων, ενώ έχει εγκατασταθεί ήδη δίκτυο οπτικής ίνας σε περισσότερα από 2,3 εκατ. νοικοκυριά και επιχειρήσεις, μέσω συμφωνιών για κοινές επενδύσεις ανάμεσα σε κρατικές και ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρισμού και τηλεπικοινωνιών.

n Η Ιρλανδία, όπου ήδη έχει συσταθεί κοινοπραξία με την εταιρεία ηλεκτρισμού ESB για την κατασκευή δικτύου 100% οπτικών ινών υπερυψηλών ταχυτήτων για 500.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε απομακρυσμένες περιοχές.

n Η Ιταλία, όπου οι ιδιωτικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών έχουν έρθει σε συμφωνία με την ηλεκτρική εταιρεία Enel για την ανάπτυξη εθνικού δικτύου οπτικών ινών υπερυψηλών ταχυτήτων.