Τα ανθρώπινα συναισθήματα που αναμειγνύονται με την καταχνιά και το λιβάνι στην εξόδιο ακολουθία ενός συγγενούς, κάποιου φίλου, απλού γνωστού έστω, είναι αντιφατικά και ανακατεμένα. Από τη μια οι τεθλιμμένοι συγγενείς που πάσχουν αληθώς· πιο δίπλα οι αναποχώριστοι φίλοι που συμπλέουν στη θλίψη από κοντά και τέλος στις παρυφές της τελετής οι απλοί γνωστοί, που πονούν εξ αποστάσεως. Ο μόνος που τελεί εν απολύτω αταραξία είναι ο αποδημών, οι υπόλοιποι ολοφύρονται, δακρύζουν, στενοχωριούνται, αλλά μέχρις εκεί. Ο νεκρός τραβάει τον δρόμο του και οι πλησίον του ακολουθούν τον ψυχικό Γολγοθά τους, όμως… Ομως όλοι, μα όλοι, βαθιά μέσα τους (πλην του κεκοιμημένου) νιώθουν μια αγαλλίαση: οι συγγενείς γιατί δεν είναι κάποιος από αυτούς ο αποθανών, οι φίλοι γιατί δεν είναι αφενός οι ταξιδεύοντες εντός νεκροσέντουκου κι αφετέρου επειδή έχουν μια απόσταση ασφαλείας από το ακραίο θυμικό της απόλυτης απώλειας. Ετσι είναι η ζωή: ένας φεύγει κι άλλοι τον αποχαιρετούν. Φυσικά πάντα και παντού υπάρχουν οι εξαιρέσεις.
Γιάννης Αμανατίδης
Ο προπονητής με την αντάρτικη γενειάδα πρόλαβε και είδε την παρέλαση στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατέβηκε στη «μισητή» Αθήνα για μια μάχη μέχρις εσχάτων, πολέμησε και έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Επεσε από φίλια πυρά! Ο Παναθηναϊκός τον νίκησε στο χόρτο και οι στρατιώτες του στις ντουσιέρες. Η μεγάλη «μάχη», λένε, έγινε στα αποδυτήρια όπου ακούστηκαν βαριές κουβέντες. Ο Γιάννης Αμανατίδης, από καιρό νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, δεν δίστασε: με γυμνό σπαθί όρμησε και έκοψε τους δεσμούς με τους παίκτες του. Αλλωστε το γνώριζε καλά πως τα ημίμετρα είναι πάντα επιζήμια και δεν επαναφέρουν ούτε έναν χαμένο οπαδό. Γιατί να περιμένει την 25η Μαρτίου;
Οι οπαδοίτου καφενείου
Περιμένουν με ραθυμία και γκρίνια το οικογενειακό κυριακάτικο γεύμα που θυμίζει υπερωρία δίχως απολαβές. Σιχτιρίζουν το ανάλατο ψητό της κατσαρόλας, ντύνονται βιαστικά, φορούν το καπέλο τους (αν έχουν) και κλείνουν πίσω τους την πόρτα της προσωπικής τους φυλακής. Στο καφενείο έχουν τη θέση τους και τη χαμένη από καιρό ιδιότητά τους. Ο κύριος διευθυντής, ο στρατηγός, ο βετεράνος δημοσιογράφος, όλοι παλαίμαχοι μα ετοιμοπόλεμοι! «Ολα να τα γράψετε» τηλεφωνούν στα γραφεία των εφημερίδων όταν το άγρυπνο μάτι τους εντοπίσει το οφσάιντ, το φάουλ, τη σφαγή της ομάδας τους. «Θα περιμένω να διαβάσω» απειλούν κραδαίνοντας τη μαγκούρα του ειδικού. Είναι αυτοί που δεν διστάζουν να μιλήσουν με λόγια τσεκουράτα. Τι έχουν να χάσουν άλλωστε; Τη σύνταξη τη χαμένη ή τη ζωή που φθίνει απαλά; Κι εσύ ο ενεργός κι αδέκαστος τους ακούς κι οργίζεσαι, όχι γιατί δεν έχουν δίκιο, αλλά γιατί δεν έχεις τη δική τους πολυτέλεια: την γαλήνια
αμεροληψία!