Η χώρα και η κυβέρνηση έχουν πολύ σοβαρότερα προβλήματα από τη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Τίποτα όμως δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν ξεκαθαρίσει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, αφού η ίδια η κυβέρνηση το εξύψωσε σε επίκεντρο της στρατηγικής της –αλλά και της σύγκρουσής της με το κράτος δικαίου. Η κραυγή «τελειώνετε» που βγαίνει από τα χείλη όλων πρέπει, για λόγους αρχής, να συμπληρωθεί: «Σεβόμενοι τον εαυτό σας και τους θεσμούς».

Η κυβέρνηση, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αντισυνταγματικότητας των δύο βασικών ρυθμίσεων του νόμου περί αδειοδότησης (τέσσερις άδειες, διενέργεια του διαγωνισμού από τον υπουργό και όχι από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης), υπέπεσε σε τρία ακόμα θεσμικά ατοπήματα. Πρώτον, ξιφούλκησε, με λόγο πολιτικό και προκλητικό, όχι μόνο κατά της απόφασης αλλά κατά του Συμβουλίου της Επικρατείας συνολικά. Δεύτερον, πρότεινε για πρόεδρο του ΕΣΡ ένα πρόσωπο το οποίο, λόγω των ατομικών χαρακτηριστικών του, της πολιτικής του ιδιότητας και της σχέσης του με όλο το μη κυβερνητικό φάσμα, ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι δεν μπορούσε να γίνει δεκτό ως «συναινετική» επιλογή. Και τρίτον, προώθησε μια νομοθετική ρύθμιση που δεν χρειαζόταν (και μόνο βάσει της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά από τη δημοσίευσή της, ακυρώνονται οι ρυθμίσεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές), χρησιμοποιώντας μάλιστα την «ύπουλη» και νομικά μη ορθή διατύπωση ότι το επίδικο άρθρο 2Α του νόμου «αναστέλλεται» (η εξήγηση του Προέδρου της Βουλής ότι ο λόγος ήταν η αποτροπή αιτήσεων αποζημίωσης από τους υπερθεματιστές δεν είναι πειστική, από τη στιγμή που ο ίδιος επεσήμανε, αλλά κυρίως το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε, ότι ο διαγωνισμός είναι πλέον σαν να μην έχει γίνει).

Για να είμαστε όμως δίκαιοι, πρέπει να συμπληρώσουμε ότι η κυβέρνηση έκανε, μετά κόπων και βασάνων, και δύο βήματα στην ορθή κατεύθυνση. Πρότεινε, έστω και την τελευταία στιγμή, μια σύνθεση για το νέο ΕΣΡ που δεν περιλαμβάνει το πρόσωπο που δικαίως και σχεδόν ομοφώνως αμφισβητήθηκε. Και δεν υπέβαλε (προσωρινά μόνο;) τη νομοθετική διάταξη που ετοίμαζε και που θα ερχόταν σε σύγκρουση με την απόφανση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανοίγοντας έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων. Με την κυβέρνηση να μοιάζει (την υποψία ότι σε τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται την έχει κατακτήσει με το σπαθί της) να έχει αποδεχθεί τη νομική και πολιτική ήττα της, το μπαλάκι της εξομάλυνσης βρίσκεται στο γήπεδο των άλλων πολιτικών δυνάμεων.

Τίποτα δεν δικαιολογεί πια τη μη άμεση συγκρότηση του ΕΣΡ. Είναι αλήθεια ότι αν «επιζήσει» ο υπόλοιπος –πλην του άρθρου 2Α –νόμος περί αδειοδότησης, θα μείνουν δυο σημαντικά αγκάθια: η διάταξη ότι ο υπουργός αποφασίζει για τον αριθμό των αδειών (άρθρο 2 παρ. 4) και η διαδικασία δημοπράτησης (άρθρο 13). Πιστεύω όμως ότι προέχει η χειρονομία εξομάλυνσης και ότι αυτά τα θέματα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε δεύτερο χρόνο, αφού θα έχει συγκροτηθεί και αναλάβει τα ηνία της αδειοδότησης το ΕΣΡ. Σε μια αντιθεσμική κυβέρνηση, η αντιπολίτευση έχει κάθε λόγο να αντιστέκεται με θεσμικές υπερβάσεις.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος