Kάθε χώρα έχει τις άτυπες πολιτικές παραδόσεις της. Στη Μόσχα είθισται ορισμένοι υπουργοί Εξωτερικών να μακροημερεύουν και, τελικά, να ταυτίζονται με τη ρωσική –παλαιότερα: τη σοβιετική –διπλωματία. Ο Αντρέι Γκρομίκο ήταν μια τέτοια περίπτωση κατά τη «χρυσή εποχή» του Ψυχρού Πολέμου. Ο Σεργκέι Λαβρόφ αναδεικνύεται σε μια άλλη τέτοια περίπτωση στα μολυβένια χρόνια του Πούτιν. Η οπτικά αδιαπέραστη φυσιογνωμία του ενσαρκώνει τον συμπαγή χαρακτήρα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής που, ενίοτε, γίνεται και διπλωματία όχι των κανονιοφόρων, αλλά των βομβαρδιστικών.

Φυσικά, η Αθήνα είναι στον δικό της πολιτικό χωροχρόνο. Οι βαρβαρότητες στο Χαλέπι έχουν οδηγήσει σε αναστολή των σχέσεων της Μόσχας ακόμη και με φίλα προσκείμενες πρωτεύουσες όπως το Παρίσι. Αλλά εδώ είναι –νότια –Μπαλκάνια και δεν υπάρχουν τέτοιες ευαισθησίες. Αν, άλλωστε, κάτι συνδέει την καραμανλική Δεξιά με την κυβερνώσα Αριστερά, χωρίς οι ΑΝΕΛ να πηγαίνουν πίσω, είναι ο έρωτας για τη Ρωσία. Ερωτας ανεκπλήρωτος όμως, με εξαίρεση τα ενεργειακά που κι αυτά ανεξέλικτα είναι. Ανεκπλήρωτος καθόσον είμαστε εκτός ζώνης επιρροής των Ρώσων και αυτοί το τηρούν με την ίδια ευλάβεια που ανάβονται τα κεράκια στο Αγιον Ορος. Αλλωστε, αν θες να κινείσαι κυριαρχικά σε Οσετίες και Κριμαίες, παραμένεις κομψά αμέτοχος αλλού.

Η ρωσική επιρροή στα δικά μας είναι εξίσου μύθος με το ενδεχόμενο να γίνει ο Ιβάν Σαββίδης παίκτης στα ΜΜΕ –αλλά τέλος πάντων. Πάντως, ο Σεργκέι Λαβρόφ, που ήρθε για να γίνει επίτιμος διδάκτωρ, είχε τις συναντήσεις που έπρεπε με την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία στο ύφος που αρμόζει. Είπε επίσης αυτά που πρέπει για το Κυπριακό όπου, καθώς φαίνεται, διαφαίνεται πάλι στον ορίζοντα πιθανότητα συμφωνίας.