Παλαιοκομματικός ώς το μεδούλι, αντίπαλος οποιουδήποτε πολιτισμού δεν περικλείει τον επαρχιωτισμό ως αυταξία, ο Νίκος Νικολόπουλος, ένας κίλερ της πολιτικής επιβίωσης, ανακάλυψε, την εποχή του Ιντερνετ, τον ρόλο της πρόκλησης εν τω δημοσίω βίω. Του εξασφαλίζει ακροατήριο και δημοσιότητα. Οταν αποκάλεσε «πουσταριό» τον πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου ήξερε ότι θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις. Αλλά οι οπαδοί των δικαιωμάτων και υπέρμαχοι κάθε είδους διαφοράς δεν ψηφίζουν, οπότε σκασίλα του. Το δικό του κοινό βρίσκεται αλλού. Στους μονίμως αγανακτισμένους, στους συνωμοσιολόγους, στους αγοραφοβικούς της βαθιάς Ελλάδας –συγγενεύει με τη Χρυσή Αυγή, για άλλους λόγους με τους ΑΝΕΛ, με τους περισσότερους νεοδημοκράτες (που επίσης πολιτεύονται με τη δική τους αγοραφοβία, κι αυτό θα περίμενε κανείς ότι θα υπαγόρευε κάποιο ευρύτερο σχέδιο κομματικής ανανέωσης και νοοτροπιών από τον Κυριάκο Μητσοτάκη) και, σίγουρα, με κανέναν σημερινό πασόκο, ποταμίσιο ή και συριζαίο.

Αυτό το τελευταίο, πάντως, δεν φάνηκε στην προχθεσινή ψηφοφορία της Βουλής για την άρση της ασυλίας του Νίκου Νικολόπουλου. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισαν υπέρ Νικολόπουλου (συγχαρητήρια σε όσους αντιστάθηκαν) απλώς φαίνεται ότι εναρμόνισαν την ψήφο τους με το κομματικό χρέος: ορθό είναι ό,τι συμφέρει το κόμμα. Εύλογο. Οταν έχεις χειροκροτήσει τον Πάνο Καμμένο, όταν έχεις δεχθεί η κομματική εφημερίδα να περιφέρει πρωτοσέλιδο το όνομα δικαστή που θεωρείται εχθρός των κομματικών σχεδιασμών, όταν έχεις αποδεχθεί τη σεξουαλική παρενόχληση αρκεί να την κάνει ο πρεσβευτής της λατρεμένης Βενεζουέλας, στην ψήφο υπέρ Νικολόπουλου θα κολλήσεις;

ΥΓ. Η νοοτροπία αγέλης που κυριαρχεί στη Βουλή, προφανώς, δεν επέτρεψε να συζητηθούν κατ’ ουσίαν δύο σημαντικά θέματα. Το πρώτο, η αφάνταστη κάλυψη ακόμα και παλιανθρωπιών πίσω από την ασυλία, η κατάργηση της οποίας είναι ώριμο αίτημα πολλών χρόνων. Το δεύτερο, αν είναι ή όχι ορθή η ποινικοποίηση του λόγου του μίσους (λόγω των παρενεργειών που μπορεί να επιφέρει). Και τα δύο αυτά ζητήματα είναι ψιλά γράμματα για το επίπεδο του κοινοβουλευτικού λόγου. Μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.