Η φετινή προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ προκαλεί περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Η αμερικανική πολιτική σκηνή έχει αλλάξει εντελώς. Οπως λέει αμερικανός αναλυτής, «ένας άραβας πρεσβευτής μου έστειλε πριν από δύο μήνες το εξής μήνυμα: “Για πρώτη φορά στην Ιστορία είναι πιο εύκολο να καταλάβεις το Μεσανατολικό, παρά την πολιτική στις ΗΠΑ”». Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι πολιτικός, αλλά κούρσεψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ακόμα κι αν χάσει τις εκλογές της επόμενης Τρίτης, όπως αναμένεται, θα έχει κερδίσει περισσότερες από 50 εκατομμύρια ψήφους –ένα κύμα διαμαρτυρίας και λαϊκισμού που θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη. Η μεγάλη ανισότητα εισοδημάτων στη χώρα –που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σήμερα λιγότερα από τα μισά νοικοκυριά στις ΗΠΑ θεωρούνται μεσαία τάξη –καθώς και η απαισιοδοξία που προκαλούν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που είναι ακόμα ορατές, δημιούργησαν την τέλεια καταιγίδα η οποία επέτρεψε σε έναν υποψήφιο όπως ο Τραμπ να διεκδικεί το Λευκό Οίκο. Μα, τέλος πάντως, ποιοι είναι οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ; Γιατί τον υποστηρίζουν; Δεν ενοχλούνται από το αλαζονικό του ύφος και τις προκλητικές δηλώσεις του; Μια ματιά στα βάθη της αμερικανικής ψυχής…

Ο καουμπόης με την κιθάρα

Αυτές τις ημέρες ο Κρεγκ Μος κυκλοφορεί φορώντας πάντα στο καουμπόικο καπέλο του την κονκάρδα που γράφει «Τραμπ για πρόεδρος». Μουρμουρίζει διαρκώς –μερικές φωνές τραγουδά μεγαλόφωνα –το τραγούδι με τον ίδιο τίτλο. Μάλιστα συχνά, με το φορτηγάκι του, ακολουθεί τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο από ομιλία σε ομιλία –ζητώντας, όπως λέει, και πάλι νόημα στη ζωή του μετά τον θάνατο του γιου του από υπερβολική δόση ηρωίνης. Για να βρει τα χρήματα πούλησε το τρακτέρ του έναντι 20.000 δολαρίων. Ο Τραμπ τον κέρδισε πρώτον επειδή δεσμεύθηκε ότι θα κλείσει τα σύνορα για τους μεξικανούς μετανάστες και δεύτερον επειδή μια φορά τον πλησίασε και τον συλλυπήθηκε για την απώλειά του.

Από το φάσμα των υποστηρικτών του Τραμπ –από λευκούς εργάτες που τον βλέπουν ως σωτήρα έως μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς που τον υποστηρίζουν απλώς και μόνο επειδή αντιπαθούν την Κλίντον –ο Μος εκπροσωπεί εκείνους που τον πιστεύουν πραγματικά. Ως πιστός χριστιανός παραδέχεται ότι οι αποκαλύψεις για τις επιθέσεις του σε γυναίκες τον έχουν κλονίσει, όμως κρίνει πιο σημαντικές τις υποσχέσεις του για οικονομική ανάκαμψη και για το ότι θα κάνει την Αμερική «και πάλι ισχυρή». «Δεν συμφωνώ μαζί του σε όλα. Ομως κανείς δεν έχει κατορθώσει να διορθώσει το πρόβλημα και εκείνος μου λέει ότι μπορεί. Τον πιστεύω και θα τον ψηφίσω».

«Τη χούφτωσε; Ε, και;»

Η 54χρονη Τζέιν Μπίντικ πάλι, δεν πιστεύει τον Τραμπ. Δεν τη νοιάζει καν τι λέει ο νεοϋορκέζος επιχειρηματίας, διότι τον θεωρεί και «λίγο βλάκα». Αλλά «δεν υπάρχει και κάποιος τέλειος στον πλανήτη. Ακουσα ότι είπε πως χούφτωσε μια γυναίκα. Και τι μ’ αυτό; Εμένα μ’ αρέσει να με χουφτώνουν. Τότε τους χουφτώνω κι εγώ. Είναι υγιές. Κατά τ’ άλλα δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα τις ειδήσεις. Θα τον ψηφίσω βασισμένη στο ένστικτό μου. Εάν ο Τραμπ έλεγε ή έκανε κάτι άλλο σημαντικό για την πορεία της χώρας με το οποίο να διαφωνώ, μπορεί να ξανασκεφτόμουν την ψήφο μου. Ομως το μόνο που ακούω να του προσάπτουν είναι το χούφτωμα. Ε, αυτό δεν μου δημιουργεί καμιά ανησυχία και έτσι θα τον ψηφίσω οπωσδήποτε».

Ο ελληνοϊταλός δήμαρχος

Δεν είναι λίγοι οι ψηφοφόροι όπως η Μπίντικ που δεν νοιάζονται για τις πολιτικές προτάσεις του Τραμπ. Αισθάνονται ότι τους δίνει μια φωνή, ότι εκφράζει την οργή τους για το ότι δεν είχαν φωνή εδώ και πολύ καιρό. Ο Τραμπ είπε ότι «η Ουάσιγκτον δεν είναι αποτελεσματική εδώ και χρόνια. Γι’ αυτό κι εγώ θα κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι γίνεται μέχρι σήμερα». Ισως αυτό ήθελε να ακούσει ο κόσμος. Αυτό ήθελε να ακούσει και ο Λου Μαυράκις. Ο 78χρονος ελληνοϊταλικής καταγωγής δήμαρχος του Μόνεσεν, μιας πόλης της Πενσιλβάνια που ανθούσε κάποτε λόγω της χαλυβουργίας. Σε όλη του τη ζωή ψήφιζε Δημοκρατικούς. Τα τελευταία 8 χρόνια έχει καλέσει πολλές φορές τον πρόεδρο Ομπάμα να επισκεφθεί την περιοχή και να συζητήσουν για τα προβλήματα των εργατών που είναι πολλά. Ο Ομπάμα δεν πήγε. Ο Τραμπ όμως έτρεξε αμέσως όταν του ζητήθηκε. Ο Μαυράκις πιστεύει πως το πολιτικό κατεστημένο στην Ουάσιγκτον δεν έχει καμιά επαφή με την πραγματική Αμερική, με το πώς ζουν οι άνθρωποι. «Η ανεργία έχει κάνει την περιοχή μας να μοιάζει με τριτοκοσμική χώρα». Το Μόνεσεν βρίσκεται στα όρια με το Ανατολικό Οχάιο, εκεί όπου επίσης χιλιάδες παραδοσιακοί ψηφοφόροι των Δημοκρατικών σε παλιές βιομηχανικές περιοχές θα στηρίξουν πλέον τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο. «Αυτή η κομματική μετακίνηση δείχνει πως έχουμε κουραστεί να μας θεωρούν δεδομένους. Μας αγνοούν και γι’ αυτό μας χάνουν».

Οι μεσοαστοί συνταξιούχοι

Η πειθώ του Τραμπ δεν φτάνει μόνο στους εργάτες ή σε όσους αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Στην Πενσιλβάνια ζουν η Λόρα και ο Γκάρι Σίσλερ, ένα μεσοαστικό ζευγάρι, που έφθασαν να ψηφίσουν τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο με ένα σκεπτικό που εξηγεί πολλά. Η Λόρα είναι συνταξιούχος δασκάλα που μεγάλωσε στην Ιαπωνία και ο Γκάρι συνταξιούχος πιλότος. Γι’ αυτό το ζευγάρι των ευαγγελιστών ο Τραμπ δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη επιλογή στις προκριματικές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. «Ημουν της άποψης “ποτέ τον Τραμπ” επειδή τον έβρισκα πολύ αλαζονικό» εξηγεί η Λόρα. «Θεωρούσαμε την υποψηφιότητά του αστείο. Ομως καθώς περνούσε ο καιρός διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν σαν τους άλλους πολιτικούς… Δεν φοβάται να βγει από το καθορισμένο πλαίσιο». Ο Γκάρι ψηφίζει Τραμπ επειδή δεν έχει άλλη επιλογή, επειδή «η Χίλαρι Κλίντον είναι η Χίλαρι Κλίντον». Οι Σίσλερ δείχνουν ξεκάθαρα πως είτε κερδίσει είτε χάσει, ο Τραμπ έχει ήδη μεταμορφώσει το πολιτικό τοπίο για τους μελλοντικούς υποψηφίους.

Η ανύπανδρη μητέρα

Η Αλισον Ντόιλ είναι 35 ετών και μεγαλώνει μόνη της τη δίχρονη κόρη της. Θα θεωρούσε κάποιος ότι η φυσική επιλογή για εκείνην θα ήταν η πρώτη γυναίκα πρόεδρος, όμως όχι. Η αντιπάθεια που έχει συσσωρεύσει όλα αυτά τα χρόνια η Κλίντον ως μέλος της «κάστας της Ουάσιγκτον», στρέφει πολλές γυναίκες εναντίον της. «Εχω ακούσει τα όσα λέει ο Τραμπ για τις γυναίκες, αλλά θεωρώ ότι δεν σχετίζονται με την Τρίτη, οπότε και θα πάω να ψηφίσω», λέει η γυναίκα που ζει στο Τέξας. «Δεν ψηφίζουμε κάποιον λόγω του χαρακτήρα του. Θεωρώ ντροπή να γίνει η Κλίντον η πρώτη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ. Δεν εκπροσωπεί καθόλου τις γυναίκες –ούτε εμένα, ως γυναίκα, συγγνώμη. Ο άντρας της είναι σκέτη απάτη. Δεν έχω ακούσει ότι ο Τραμπ είχε εξωσυζυγικές σχέσεις. Εντάξει, μπορεί να έχει κάνει πολλούς γάμους –αλλά σήμερα αυτό δεν είναι κάτι ακραίο».

Οι Κουβανοαμερικανοί

Η οικογενειακή ζωή του Τραμπ αποδεικνύεται άλλο ένα επιχείρημα για να τον ψηφίσουν κάποιοι. Η Τζέσικα Φερνάντεζ και ο Αρμάντο Ιμπάρα είναι ένα ζευγάρι μορφωμένων νεαρών κουβανοαμερικανών που ζουν στο Μαϊάμι και είναι μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Στην αρχή υποστήριζαν τον Μάρκο Ρούμπιο για υποψήφιο του κόμματός τους και μιλούσαν με υποτιμητικό τρόπο για τον μεγαλοεπιχειρηματία. Ομως «όταν είδα τα παιδιά του και τα άκουσα να μιλούν για εκείνον, συγκινήθηκα» λέει η Τζέσικα. Δεν την ενοχλούν τα προσβλητικά σχόλιά του για τις γυναίκες. «Ενας μισογύνης δεν θα προσελάμβανε γυναίκες όπως έχει κάνει αυτός, και μάλιστα στο τιμόνι της προεκλογικής του εκστρατείας. Αν μάλιστα ακούσεις τους τέσσερις αδελφούς μου να μιλάνε για γυναίκες», προσθέτει γελώντας, «ο Τραμπ θα σου φανεί άγιος». Ο 32χρονος σύντροφός της άργησε να στραφεί υπέρ του Τραμπ. Πιστεύει ότι η Αμερική αντιμετωπίζει το ίδιο σχίσμα που προκάλεσε το Brexit στη Βρετανία. Και είναι βέβαιος ότι το κίνημα Τραμπ θα συνεχίσει να επηρεάζει την πολιτική ζωή της χώρας ακόμα κι αν εκείνος χάσει την Τρίτη. «Το ερώτημα είναι εάν αυτό το κίνημα μπορεί να εξελιχθεί σε ανεξάρτητη οντότητα ή εάν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα προσαρμόσει την ιδεολογία του ώστε να εντάξει το κίνημα στην ατζέντα του». Κρίνει ως καλό το γεγονός πως η υποψηφιότητα Τραμπ «θα χαλαρώσει την ιδεολογική ακαμψία» των Ρεπουμπλικανών και «θα τους επιτρέψει να δράσουν καλύτερα στα προβλήματα της Μέσης Αμερικής».

«Πότε θα γίνουμε Ελβετία;»

Και ποια είναι αυτά τα προβλήματα; Η 46χρονη Μέρσον Αντερσεν που ζει στο Κάνσας, είδε τον Τραμπ από κοντά, την ενθουσίασε και θεωρεί πως ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα: «Κάποιος που να κάνει κάτι αποτελεσματικό για την οικονομία μας που βυθίζεται. Το σύστημα υγείας δεν μπορούμε καν να το πλησιάσουμε. Ο γιος μου και η νύφη μου δεν αντέχουν να πληρώσουν υγειονομική ασφάλιση για τους ίδιους και τα τρία παιδιά τους. Οι γονείς μου προσπαθούν να αποφύγουν να πουλήσουν το σπίτι τους για να βρουν χρήματα να πληρώσουν τα φάρμακά τους. Θέλω να τελειώνουμε με τη βρώμικη πολιτική και να ασχοληθούμε με τα πραγματικά ζητήματα. Τι θα κάνουμε γι’ αυτούς που σκοτώνουν τους αστυνομικούς; Τι θα κάνουμε με τους στρατιώτες μας που πολεμούν ξένους πολέμους και υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχουν γυρίσει πίσω; Πότε θα γίνουμε Ελβετία για να ασχολιόμαστε μόνο με τις δικές μας υποθέσεις –αντί να νοιαζόμαστε για καταστάσεις που υπάρχουν εδώ και αιώνες, που δεν πρόκειται ποτέ να επιλυθούν; Δεν φροντίζουμε τα όσα γίνονται μέσα στο σπίτι μας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανησυχία μου».