Αν κάτι δικαιολογεί την ύπαρξη μιας φωτογραφίας με μη ελληνικό «θέμα», όπως η σημερινή, δεν είναι μόνο το τρομερά εμβριθές κείμενο του σκηνοθέτη Νίκου Διαμαντή. Είναι επίσης το γεγονός ότι ο μέγιστος ισπανός ποιητής Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα έχει τόσο αγαπηθεί στην Ελλάδα ώστε οι παραστάσεις των έργων του στη χώρα μας είναι περισσότερες απ’ ό,τι στις ισπανόφωνες χώρες. Κι ότι φέτος συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από τότε που τον δολοφόνησαν οι φασίστες συμπατριώτες του.

Εκείνος στέκεται μπροστά από το φορτηγό, τεντώνει το χέρι του, γέρνει ελαφρά το κεφάλι φορώντας μια φόρμα. Εκείνος στέκεται στον ήλιο, η σκιά του πέφτει, πέφτει πίσω στη μισή ρόδα του φορτηγού και είναι μια ρόδα από τις τραχιές ρόδες, προορισμένες να σκαρφαλώνουν δρόμους και να πηγαίνουν παντού. Είναι ανάμεσα σε οκτώ άνδρες, δύο κοπέλες.

Φοράει τη φόρμα του θιάσου Παράγκα που έφτιαξε, ένας θίασος προσωπικός, δικός του, με σκοπό να ταξιδέψει στην Ισπανία και αλλού και να παρουσιάσει το θέατρο που αγαπούσε. Τα κορίτσια φαίνεται να ντρέπονται. Εχει ήλιο. Τον ήλιο της Ισπανίας. Ο δημιουργός μεγάλων έργων, ο ποιητής, δεν διστάζει να ταξιδέψει παντού, να ζήσει, να ρουφήξει τη ζωή, το θέατρο και την τέχνη. Είναι έτοιμος να ξεκινήσει με το φορτηγό. Διάτρητος.

Ο τρόπος που στέκεται είναι ένας τρόπος ντροπαλός, ο τρόπος του παιδιού, ένα γελαστό παιδί με φωτεινά μάτια. Είναι μόλις λίγα χρόνια πριν να τον εκτελέσουν κοντά στην Ainadamar. Δεν σταμάτησε όλη του τη ζωή να καίγεται από τη φλόγα ενός εσωτερικού πυρετού δημιουργίας που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα της εκτέλεσής του. Ο Λόρκα ήταν ένας ποιητής της ζωής, που με επίμονο τρόπο επαναλάμβανε ότι γεννήθηκε καλλιτέχνης. «Δεν μπορείς να με κάνεις να αλλάξω. Γεννήθηκα ποιητής και καλλιτέχνης, όπως άλλοι γεννιούνται χωλοί ή τυφλοί ή όμορφοι». Ετσι απάντησε ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στον πατέρα του, ο οποίος τον καλούσε να τα αφήσει όλα στη Μαδρίτη και να επιστρέψει στο σπίτι του.

Εδώ όμως βλέπουμε έναν εργάτη που με θαυμαστό τρόπο ισοπεδώνει τον εαυτό του και προτείνει άλλους πρωταγωνιστές, αυτός ο αδιαμφισβήτητα πρωταγωνιστής. Το θέατρο που δημιούργησε ο Λόρκα ήταν το θέατρο της δημοκρατίας. Το θέατρο του ποιητή που υπερασπίστηκε τους φτωχούς και τους νομάδες· νομάς ο ίδιος θέλει να δώσει φωνή και σώμα στα σώματα των γυμνών ανθρώπων, ανάσα στην ανάγκη, στον πόθο και στη σάρκα. Τραγουδήθηκε απ’ όλους, εργάτες, γύφτους, αγρότες, τέταρτο παιδί, γιος αγρότη. Οργισμένος, τρυφερός, φλογερός, προκλητικός, ένα άλογο που καλπάζει.

Μέσα από την ανθρώπινη συμπόνια, τη θεϊκή σπίθα, καταλήγει στη γη, στην αφόρητη ζέστη της πέτρας. Ο Λόρκα στρέφει την τέχνη του φωτογραφίζοντας τις πληγές των ζωντανών ανθρώπων, μιλάει για τον ιδρώτα και τον μόχθο τους, με την ίδια όμως δραματική ευκολία που θα μιλήσει για το φεγγάρι Το Λα Μπαράκα ήταν το θέατρο Παράγκα, θέατρο πανεπιστημιακό που μετέφερε τη φλόγα τού ποιητή για ένα ξύπνιο, ζωντανό, αληθινό θέατρο και το οποίο ίδρυσε το 1931.

Από τον Θερβάντες, τον Ελ Γκρέκο, τον Γκόγια, τον Βάγιε-Ινκλάν, τον Αντόνιο Μπουέρο Βαγιέχο, τον Νταλί, τον Μπουνιουέλ, ο Λόρκα είναι αγωνιώδης και ανυπότακτος, ένας αναρχικός που γελά χωρίς να περιγελά. Μέρος πάντα ενός συνόλου, μιας ομάδας, ο Λόρκα είναι συμμετοχικός και στη φωτογραφία απολαμβάνει να είναι εργάτης και ποιητής μαζί. Ανοίγει τα χέρια του ο αμνός του Θεού και αφήνεται στη ζωή, στην απόλαυση, στη χαρά. Περισσότερο μοιάζει να απολαμβάνει τον ήλιο που βλέπουμε να πυρώνει τις πέτρες, να μισοκλείνει τεμπέλικα τα μάτια του. Πεισματάρης, αγύριστο κεφάλι. Η μέση του στη φωτογραφία στέκεται περήφανη, ίσια, με δύναμη και πατώντας γερά οδηγεί τον θίασό του. Φυσικά, ακόμα και όταν τον προειδοποιούσαν για το τέλος του από τους φασίστες του Φράνκο, ο Λόρκα δεν θέλησε να κρυφτεί ούτε στιγμή.

Μερικοί λένε πως κυκλοφορούσε με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, δεν ξέρουμε εάν είναι αλήθεια ή ψέμα, τον χτύπησαν, τον απείλησαν, εκείνος όμως επέμενε, δεν θέλησε να καταφύγει στο εξωτερικό, θέλησε να μείνει στην Ισπανία κοντά στον σύντροφό του Ραπούν που έδινε τις πτυχιακές του εξετάσεις. Φίλος πραγματικός, συνοδοιπόρος που μοιραζόταν, επίμονος σαν τους ταυρομάχους στην αρένα που τόσο αγαπούσε, μάλωνε, φίλιωνε και δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για την καθαρή, αγνή περιπέτεια της ζωής.

Βούτηξε στο βάθος της Ισπανίας, στα χρώματα, στα πηγάδια και στις ρίζες και με την τραγωδία των προσώπων που μας χάρισε χάραξε για πάντα το θέατρο. Επικός και δραματικός ταυτόχρονα, μεγαλειώδης και αθώος, ανακατεύει επίμονα μύθους, παιδικές ιστοριούλες, τραγωδίες, αίμα και λάσπη, γέλιο και κλάμα. Απληστος, πεισματικά άπληστος, αναζητά την ομορφιά, συνενώνοντας το λαϊκό με το σύγχρονο. Ο πριαπιστής Λόρκα άκουσε τους ήχους των γύφτων και του φλαμένκο και μετέτρεψε όπως κανένας άλλος το αλάτι του πνεύματος σε λάβα.

Εχουν γραφτεί πολλά, τα πάντα σχεδόν για τον δημιουργό του «Ματωμένου Γάμου» και της Μπερνάντα Αλμπα. Ο θάνατος είναι μονίμως παρών στο έργο του, ακόμα και όταν μιλά για ζωή. Εδώ στη φωτογραφία, εκείνος, σηκώνοντας το χέρι του με απόλυτο τρόπο, βλέποντας τον ώμο και τον ίσιο αγκώνα, πριν φτάσεις με το βλέμμα σου στον καρπό, νομίζεις, νομίζεις ότι στην άκρη του χεριού, μέσα στα δάχτυλά του σφίγγει ένα περίστροφο. Οτι ετοιμάζεται να πυροβολήσει. Οτι σημαδεύει αμετάκλητα.

Οτι έχει αποφασίσει πεισματάρικα να σφίξει τη σκανδάλη. Οτι θα κρατήσει για ένα δευτερόλεπτο την αναπνοή του και μετά θα πατήσει τη σκανδάλη. Είναι χαλαρά αθώος λίγο πριν σφίξει τα δάχτυλά του. Βλέποντας όμως την παλάμη του χεριού του να μισανοίγει, σαν να δείχνει ευγενικά μια πόρτα στα κορίτσια της φωτογραφίας, σαν να ανοίγει έναν δρόμο, έναν δρόμο, ένα μονοπάτι που μόνο αυτός διακρίνει, τον ακούς να λέει, ακούς τη φωνή του που διαπερνά τα κλειστά παράθυρα και κάνει τους άνδρες να βγαίνουν πάνω από την καρότσα του φορτηγού για να τον ακούσουν, να ξεκινήσουν το ταξίδι τους, τον ακούς, τον ακούς να λέει αποφασιστικά στους συνεργάτες του στο Teatro Espanol.

«Σήμερα δεν σας μιλώ σαν συγγραφέας ή ποιητής ή έστω σαν ένας απλός σπουδαστής του πλούσιου πανοράματος της ζωής του ανθρώπου, αλλά σαν ένας φλογερός, γεμάτος πάθος οπαδός του θεάτρου της κοινωνικής ενέργειας. Το θέατρο είναι ένα από τα περισσότερο εκφραστικά και ωφέλιμα όργανα για να οικοδομηθεί ένα έθνος. Είναι το βαρόμετρο του μεγαλείου ή της παρακμής του. Ενα ξύπνιο θέατρο, καλά προσανατολισμένο σε όλους τους τομείς, από την τραγωδία ώς το κωμειδύλλιο, μπορεί να μεταβάλει την ευαισθησία ενός λαού μέσα σε λίγα χρόνια. Ενα διασπασμένο θέατρο με αδύνατα πέλματα αντί για φτερά μπορεί να φτηνύνει και να αποκοιμίσει ένα ολόκληρο έθνος. Το θέατρο είναι το σχολείο των δακρύων και του γέλιου, είναι το ελεύθερο βήμα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να απολυτρωθούν από μια τετριμμένη και διφορούμενη ηθική, όπου μέσα από ζώντα παραδείγματα μπορούν να εξηγήσουν τους νόμους της καρδιάς και του νου του ανθρώπου».