Ηξερα τον Γιώργο Καπουτζίδη από το «Παρά πέντε». Τον γνώρισα προσωπικά πριν από λίγα χρόνια μέσα από μία σειρά αλληλοαναιρούμενων εκπλήξεων. Μου τηλεφώνησε ένα Σάββατο και ακόμη κι αν δεν μου έλεγε το όνομά του θα αναγνώριζα τη χαρακτηριστική φωνή του. Μου μίλησε σε άπταιστα και θορυβώδη… «γαλλικά» με αφορμή ένα σχόλιο που είχα γράψει για κάποια συνεργάτιδά του. Δεν θυμάμαι τι απάντησα, μόνο ότι κλείσαμε το τηλέφωνο ο ένας στα μούτρα του άλλου. Περισσότερο από τσατισμένη, ήμουν σαστισμένη γιατί από τις συνεντεύξεις του είχα την εντύπωση ότι επρόκειτο για έναν καθόλου εριστικό άνθρωπο που, χωρίς να αποφεύγει τις συγκρούσεις, είχε το κοινωνικό ταλέντο να τις χειρίζεται αφ’ υψηλού. Μέχρι το πρωί της Δευτέρας είχε ήδη τηλεφωνήσει στον τότε διευθυντή μου και είχε ζητήσει να τον συναντήσει για το θέμα μου. Μίλησαν πρώτα οι δυο τους κεκλεισμένων των θυρών και όταν με φώναξαν και εμένα, μπήκα έτοιμη (μην ψάχνω τώρα λόγιες λέξεις) για ξεκατίνιασμα. Τότε όμως ήρθε η δεύτερη και μεγαλύτερη έκπληξη. Είδα έναν άνθρωπο που ζητούσε ειλικρινά συγγνώμη ομολογώντας ότι είχε παρασυρθεί από το θυμικό του και είχε εκτραπεί λεκτικά. Αυτό που μου έκανε όμως τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι εκτέθηκε σε έναν τρίτο (τον διευθυντή μου). Θα μπορούσε να μου είχε στείλει ένα μήνυμα και το θέμα να είχε λήξει μεταξύ μας. Η κίνησηή του μού φάνηκε σαν ένα είδος αυτοτιμωρίας. Και μια απόδειξη ευαισθησίας.

Γιατί ο Γιώργος Καπουτζίδης είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Με την αμιγή έννοια. Αλλωστε αυτό που έκανε το «Παρά πέντε» να αγαπηθεί τόσο ήταν η υφέρπουσα ευαισθησία κάτω από την καρτουνίστικη εμφάνιση και συμπεριφορά των ηρώων του. Και ο ίδιος άλλωστε πιστεύει ότι οι ατάκες, που ήταν το μεγάλο σουξέ των διαλόγων του, όταν δεν έχουν συναίσθημα, βγάζουν αγένεια και θυμό και γίνονται τελικά εχθρικές στο κοινό. Βέβαια, στο κλίμα της γενικευμένης τηλεοπτικής προπέτειας υπάρχουν ακόμη κάποιοι πανελίστες που θεωρούν την ευγένεια δηθενιά και την ξινίλα επικοινωνιακό ταλέντο. Και αρχίσαν τα σου-ξου-μου για τοcomebackτου Καπουτζίδη ως παρουσιαστή τουtalentshow«TheVoice»,που μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα κάνει πρεμιέρα στον Σκάι. Αποψη τόσο πασέ όσο και οι βάτες στα σακάκια της Αλέξις Κάρινγκτον. Εξάλλου η AGB έχει καταγράψει ότι μπορεί να μετουσιώσει τη τηλεοπτική ευγένεια σε μαγκιά τηλεθέασης.

Γεννήθηκε στις Σέρρες στις 31 Ιουλίου του 1972 και, όπως έχει πει ο ίδιος, κάθε μέρα ονειρευόταν ότι θα κερδίσει ολυμπιακό μετάλλιο. Εκτός από μία, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, που ονειρευόταν ότι θα κερδίσει το λαχείο. Και το κέρδισε. Οχι ο ίδιος, ο πατέρας του το 1987. Και δεν ήταν πρωτοχρονιάτικο. Ο αριθμός 52684 του Εθνικού απέφερε στην οικογένεια Καπουτζίδη 120 εκατομμύρια δραχμές. «Δεν άλλαξα εγώ, άλλαξε ο τρόπος που με έβλεπαν οι άλλοι. Εγώ με τα ίδια ρούχα και την ίδια τσάντα που πήγα στο σχολείο τη μέρα πριν κερδίσουμε το λαχείο, με τα ίδια πήγα και την επόμενη. Από πολλούς συμμαθητές όμως εισέπραξα μίσος, φθόνο, ρατσισμό» θα πει χρόνια αργότερα. Το λαχείο τού επέτρεψε επίσης να ασχοληθεί με αυτό που κάνει σήμερα. Λίγα μαθήματα τού έμεναν για να πάρει το πτυχίο της Νομικής από το ΑΠΘ, όταν αποφάσισε να τα παρατήσει και να πάει σε δραματική σχολή. «Αν δεν είχαμε κερδίσει το λαχείο, θα μου έλεγαν “με τι λεφτά;”».

Από τα παιδικά του χρόνια η τηλεόραση δεν ήταν μόνο ψυχαγωγία αλλά και απόδραση από το στενό και ενίοτε στενάχωρο περιβάλλον της περιφέρειας. Γι’ αυτό και πολύ την αγάπησε (όπως και τον Πανσερραϊκό). Στην τηλεόραση στράφηκε όταν το 1998 τέλειωσε τη σχολή. Και μάλιστα ως σεναριογράφος, αφού κατάλαβε ότι ως ηθοποιός μόνο δεν θα έβρισκε εύκολα δουλειά. Εγραψε κάποια σκετς για τη σειρά τουMega«Κάμερα Καφέ» και στη συνέχεια ένα σίριαλ με τίτλο «Οι πρώτοι» που εξελισσόταν σε χωριό, απορρίφθηκε όμως γιατί είχε πολλά εξωτερικά γυρίσματα που ανέβαζαν το κόστος. Οι «Σαββατογεννημένες» ήταν η πρώτη του επιτυχία και ο ρόλος του Χοσέ που υποδύθηκε εμπνευσμένος από τότε που δούλευε και ο ίδιος πωλητής σε ένα κατάστημα τουριστικών ειδών στο Μοναστηράκι. Ο θρίαμβος ήρθε με το «Παρά πέντε» που συνέπεσε με την τελευταία έξαρση της χρυσής εποχής της τηλεόρασης και έκανε τους πρωταγωνιστές του τα πιοwantedπρόσωπα της επίσης χρυσοπληρωμένης τότε διαφήμισης. Χρειάσθηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να αποτοξινωθεί και να αποστασιοποιηθεί από το «Παρά πέντε» ώστε να επιστρέψει τον Ιανουάριο του 2015 με την «Εθνική Ελλλάδος». Μια κωμωδία με χαμηλότονο, εσωστρεφές χιούμορ που προβάλλει την αγάπη ως καθημερινό αγώνα και εστιάζει στις ρωγμές της πραγματικότητας, αυτές που αφήνουν εκτεθειμένες τις παντός είδους μειονότητες.

Εν τω μεταξύ, το 2006 έγραψε τα κείμενα για τον Σάκη Ρουβά και τη Μαρία Μενούνος που παρουσίασαν τη Γιουροβίζιον της Αθήνας (ο ίδιος με τη Ζέτα Μακρυπούλια ήταν οι σχολιαστές). Ωστόσο πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι η καλύτερη τηλεοπτική στιγμή του ήταν το «Τwenty» για τα είκοσι χρόνια λειτουργίας του Mega. Στο οποίο έμεινε πιστός μέχρι το τέλος της περσινής σεζόν παρουσιάζοντας το παιχνίδι «Δεν έχω λόγια».

Εσωστρεφής, εργασιομανής, αυστηρός με τον εαυτό του, μεθοδικός και συχνά μελαγχολικός, θα μπορούσε κάποιος να τον πει και «σπασίκλα». Κανείς όμως δεν θα μπορούσε να πει ότι δεν είναι αφοσιωμένος και δοτικός φίλος. Ο Γιώργος Καπουτζίδης αποδεικνύει αυτό που τον έχει διδάξει η προσωπική του εμπειρία. Οτι, δηλαδή, στους καλούς ανθρώπους συμβαίνουν καλά πράγματα.