Στα σαράντα χρόνια της εκπαιδευτικής στη Μέση Παιδεία θητείας μου σε ένα ευρύ φάσμα σχολικών μονάδων (Πειραιάς, Κρανίδι, Μοσχάτο, Πετράλωνα, Ψυχικό, Νυχτερινό Εμποροϋπαλλήλων, Καθολικό Φρέρηδων κτλ.), συχνά με την πίεση των μαθητών και των συναδέλφων, ίσως και λόγω της παράλληλης άσκησης του λειτουργήματος της θεατρικής κριτικής και της θητείας μου στο Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, μου ζητήθηκε να ασχοληθώ στη σχολική πράξη με τη διδασκαλία από σκηνής σε μαθητές παραστάσεων με αρχαίο ελληνικό, σύγχρονο ελληνικό και διεθνές δραματολόγιο. Το μαθητικό θέατρο στην Ελλάδα έχει την ιστορία του, τα θετικά και τα αρνητικά του στοιχεία. Σαφώς και πιστεύω πως το σχολικό θέατρο σε μια σύγχρονη χώρα θα έπρεπε να είναι κυρίαρχος εκπαιδευτικός και παιδαγωγικός στόχος της μάθησης και της καλλιέργειας στα νέα παιδιά γούστου και ήθους. Αλλά, δυστυχώς, η πείρα μάς έχει κάνει επιφυλακτικούς αφού συχνά εμφανίζονται συγγενείς στρεβλώσεις και καταλυτικές της εκπαιδευτικής ηθικής παθογένειες.

Σ’ ένα διεθνές συνέδριο στη Θεσσαλονίκη πριν από 30 χρόνια είχα αντιμετωπίσει εχθρικό κλίμα όταν σε εισήγησή μου με τίτλο «το σύνδρομο Κουν» είχα κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για φαινόμενα διδασκόντων που είχαν κρύφιες επαγγελματικές φιλοδοξίες σκηνοθετικής καριέρας να χρησιμοποιούν το θέατρο για μαθητές και τη σχολική σκηνή για να προβάλουν ή να δοκιμάσουν ή να αποδείξουν πως είναι ικανοί να ξεφύγουν από τις σχολικές αίθουσες και να σταδιοδρομήσουν ως επαγγελματίες στη θεατρική αγορά. Ελεγα τότε στην εισήγησή μου ότι ο Κουν που ξεκίνησε τη σκηνοθετική ιδιοφυή του καριέρα από το Κολλέγιο Αθηνών ως καθηγητής Αγγλικών χρησιμοποιώντας το θέατρο ως εκπαιδευτικό εργαλείο και αργότερα δοξάστηκε ως μεγάλος δάσκαλος του θεάτρου, είναι μια εξαίρεση. Ετσι πιστεύω ακράδαντα πως ο εκπαιδευτικός που καταπιάνεται, γιατί βεβαίως αγαπά και ξέρει και βλέπει και διαβάζει θέατρο, με τη μύηση των μαθητών στη θεατρική εμπειρία είναι πρώτα απ’ όλα εκπαιδευτικός και είναι ηθικά ανεπίτρεπτο να χρησιμοποιεί τους μαθητές του ως ζύμη για να φτιάξει το δικό του φιλόδοξο θεατρικό πορτρέτο. Ημουν κάθετα αντίθετος παλαιότερα με τους διαγωνισμούς με βραβεία θεατρικών φεστιβάλ ύστερα από πανελλήνιους διαγωνισμούς που οι επιλεγόμενοι μαθητικοί «θίασοι» έφθαναν και σε τελική φάση διαγωνίζονταν στο… Ηρώδειο ή στο Μέγαρο Αθηνών. Είχα μάλιστα κληθεί να είμαι ο κεντρικός ομιλητής επί υπουργίας Παιδείας του Γιώργου Παπανδρέου στην τελικά βραβευμένη παράσταση στο Ηρώδειο και τόλμησα να απευθυνθώ στα πλήθη μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων λέγοντας ότι ποτέ δεν δέχθηκα να μετάσχω σε επιτροπές του διαγωνισμού και εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους θεωρούσα λάθος τον διαγωνιστικό χαρακτήρα του θεσμού. Είχα μάλιστα αναφερθεί σε καβγάδες –στα παρασκήνια –γονέων και εκπαιδευτικών, σε δημοσιεύματα καθηγητών εναντίον συναδέλφων τους για διαπλοκές ή για προτιμήσεις προς ορισμένες περιοχές ή σε κάθετες συκοφαντίες για χαρισματικές κρίσεις μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων! Μερικοί φιλόδοξοι διευθυντές και δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων προσελάμβαναν γνωστούς και όχι σπάνια δημοφιλείς νέους σκηνοθέτες της πιάτσας ή ηθοποιούς καριέρας για να διδάξουν τους μαθητές, δημιουργώντας ανισότητες με «φτωχά» σχολεία όπου τη διδασκαλία αναλάμβαναν απλώς φανατικοί για θέατρο, άπειροι ως επαγγελματίες, δάσκαλοι.

Ετσι όμως χαντακωνόταν στην ουσία του το θέατρο ως μάθημα στην εκπαιδευτική διδασκαλία.

Το θέατρο ως «των πραγμάτων σύστασις», κατά τον Αριστοτέλη, είναι ιδανικός τρόπος εν πρώτοις για να συνεργαστούν στο σχολικό πλαίσιο οι ειδικότητες των διδασκόντων.

Το θέατρο κατά την αριστοτελική σύστασιν είναι ισορροπία των ποιοτικών μερών: μύθος (στόρι), όψις, λέξις, όρχησις, ήθος, διάνοια και βέβαια μίμησις πράξεων ζώντων.

Τι πιο πρόσφορο λοιπόν για τη σχολική πράξη (αν δεν υπήρχαν ξυλοσχίστες πολιτικοί που κι όταν βρήκαν εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες κατάργησαν το θέατρο ως μάθημα στο σχολείο) ο φιλόλογος να αναλάβει να αναλύσει την Λέξιν του θεατρικού κειμένου που πρόκειται να παρασταθεί. Τι σημαντικότερο για τη μαθησιακή διαδικασία, π.χ. αν πρόκειται να διδαχθεί η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ο φιλόλογος έχοντας ως βάση το πρωτότυπο να καθοδηγήσει τα παιδιά να επιλέξουν μετάφραση κατεβάζοντας από τη σχολική βιβλιοθήκη ή από την προσωπική του τις μεταφράσεις του Γρυπάρη, του Χρηστομάνου, του Κωνσταντίνου Μάνου, του Βικέτου, του Μύρη, του Τοπούζη, του Ν. Παναγιωτόπουλου, του Μ. Βολανάκη, του Γ. Γρηγόρη, των Ρίτσου – Λιγνάδη, ακόμη και του Ραγκαβή. Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος και τη σημασία αυτής της μυήσεως; Ο καθηγητής της Ιστορίας θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει ένα σεμινάριο για τον ιστορικό χρόνο, τα γεγονότα, τους θεσμούς που λειτουργούν όταν η «Αντιγόνη» γράφεται και παίζεται. Αλλά και για τις χρονιές που στις εποχές μας ανασύρθηκε και πως από τη δικτατορία Μεταξά απαγορεύτηκε η διδασκαλία της.

Ο καθηγητής των Γαλλικών θα μπορούσε να μιλήσει στους μαθητές για την «Αντιγόνη» του Ανούιγ και των Γερμανικών για την «Αντιγόνη» του Μπρεχτ, ο καθηγητής των Εικαστικών θα μπορούσε να ξεναγήσει στο τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο ή με βιβλία αφιερωμένα σε μεγάλα Μουσεία της Ελλάδας και να μελετήσουν δάσκαλοι και μαθητές αγγεία, αγάλματα, όπλα, νομίσματα, οικήματα και ενδυμασίες της κλασικής εποχής. Ετσι δάσκαλοι και μαθητές θα σχεδίαζαν το σκηνικό και τα κοστούμια της παράστασης, επιστρατεύοντας μάλιστα τις ραπτομηχανές και την πείρα όσων μητέρων ήταν διαθέσιμες να βοηθήσουν, και τη συμβολή γονέων – πατεράδων ραπτών, υποδηματοποιών, επιπλοποιών.

Ο καθηγητής της Μουσικής του σχολείου θα προσκόμιζε μουσικό υλικό: δημοτικά τραγούδια με μοιρολόγια, προσευχές, ερωτικά («έρως ανίκατε μάχαν»), λαϊκούς χορευτικούς ρυθμούς και αναζητώντας μαγνητοταινίες από το Θεατρικό Μουσείο ή από το πλήρες αρχείο του Χρήστου Λεοντή θα συγκροτούσε μια ανθολογία μελοποιήσεων των χορικών πρόσφατων ελλήνων συνθετών (Ξενάκης, Θεοδωράκης, Τσαγκάρης, Κουμεντάκης, Ζουγανέλης, Σαββόπουλος, Αμπαζής, Σισιλιάνος, Χάλαρης, Πήττας, Τενίδης, Κόκοτος). Ο καθηγητής θεολόγος θα διδάξει τη διαφορά ανάμεσα στην έννοια της ενοχής στην αρχαιότητα και στον χριστιανισμό, την έννοια της μετάνοιας και της τιμωρίας στις δύο πολιτισμικές περιόδους του Ελληνισμού.

Ο καθηγητής της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας, τις μεγάλες φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές θεωρίες που μελέτησαν το φαινόμενο «Αντιγόνη». Από τον Εγελο έως τον Νίτσε και τον Μαρξ και από τον Φρόιντ έως τον Ζορζ Στάινερ (η εξαίσια πολυσέλιδη μελέτη του «Οι Αντιγόνες» κυκλοφορεί μεταφρασμένη στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καλέντη).

Ο γυμναστής σε συνεννόηση με τον καθηγητή που θα διδάξει Υποκριτική και τον μουσικό θα επιμεληθεί και θα οργανώσει την κίνηση του Χορού και θα ήταν υπέροχο αν χρησιμοποιούσε σχήματα των εκατοντάδων δημοτικών χορών μας για να υποστηρίξει ποιητικές ιδέες του κειμένου πάνω σε γρήγορους, αργούς, τελετουργικούς ρυθμούς.

Ακόμη και ο γεωγράφος, ο μαθηματικός, ο φυσικός και ο οικονομολόγος του σχολείου μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση του τοπίου, του κλίματος, των μαθηματικών και φυσιογνωστικών γνώσεων των πολιτών της Αρχαίας Αθήνας, καθώς και της νομισματικής πολιτικής, της αγοράς και των νόμων της, των συναλλακτικών ηθών και των προϊόντων που παράγονταν στην Αθήνα ή εισάγονταν.

Ενας νομικός, γονιός ή φίλος του σχολείου, θα μπορούσε να ενημερώσει την ομάδα της παράστασης για το δίκαιο της πόλης, την απονομή της δικαιοσύνης, τις συνθήκες και τους τρόπους κράτησης, τις μεθόδους και τους τρόπους τιμωρίας και τις διαδικασίες της θανατικής ποινής.

Ακόμη και η καθηγήτρια του μαθήματος των Οικοκυρικών –αν ακόμη διδάσκεται –θα μπορούσε να αναφερθεί στα φαγητά της εποχής, στους τρόπους παρασκευής τους. Ενώ ο γιατρός του σχολείου θα περιέγραφε τις μολύνσεις, τα μικρόβια, τις παιδικές ασθένειες, τις συνθήκες υγείας τής εποχής. Απλώς σημειώνω πως η Αθήνα του Σοφοκλή έπινε από πηγάδια, δεν υπήρχε αποχετευτικό σύστημα. Στον Αριστοφάνη μαθαίνουμε πως οι Αθηναίοι αφόδευαν στον δρόμο έξω από το σπίτι τους.

Δεν νομίζετε λοιπόν πως η σχολική διδασκαλία ενός θεατρικού έργου μπορεί να καλύψει όλα τα γνωστικά θέματα του εγκύκλιου προγράμματος;

Αφήστε την αισθητική για τους επαγγελματίες!