Παρουσίαση του μυθιστορήματός μου «Νίκη», πέρυσι, σε πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας. Στο ακροατήριο ξεχωρίζει ένας λεβεντόγερος με σκούρο κοστούμι και μαύρη γραβάτα, άσπρα μουστάκια και πυκνό μαλλί κουρεμένο βούρτσα, όπως συνηθιζόταν μισόν αιώνα πριν. Ακούει προσηλωμένος ό,τι λέγεται και προς το τέλος της βραδιάς με πλησιάζει και ζητά να με δει ιδιαιτέρως. Ο βιβλιοπώλης μάς παραχωρεί το γραφείο του.

«Ωραίο βιβλίο…» ξεκινάει κάπως αμήχανα. «Πείτε μου, οι ήρωες είναι υπαρκτά πρόσωπα;» «Βασισμένοι, εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα». «Μάλιστα… Η Μαρκέλα Αρμάου;» «Ονομαζόταν Λ.Ν.» του απαντάω. «Και ήταν θεία της Νίκης. Αδελφή του πατέρα της. Τραγουδίστρια του ελαφρού…» «Ακριβώς!» «Την ήξερα…» «Ως τραγουδίστρια; Συχνάζατε στα κέντρα;» «Αλλιώς τη γνώρισα…». Κομπιάζει. Ανάβει τσιγάρο. Αφιλτρο. Παρατηρώ ότι τα δάχτυλά του είναι κατακίτρινα από τη νικοτίνη.

«Εχω γεννηθεί το 1925» μου λέει. «Το 1950 υπηρετούσα ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, στο Στρατοδικείο στο Ρουφ. Τα στρατοδικεία τότε έστελναν καθημερινά κομμουνιστές στο απόσπασμα –όχι μόνον επιφανή στελέχη, αλλά και απλά μέλη του κόμματος. Και βέβαια αιχμαλώτους του Δημοκρατικού Στρατού. Απόφοιτος γαρ της Νομικής και εθνικόφρων με τη βούλα, μού είχαν αναθέσει χρέη γραμματέως. Η θέση μου ήταν κομβική, εγώ όριζα τις δικασίμους. Μπορούσα να επιταχύνω την εκδίκαση μιας υπόθεσης είτε να την καθυστερήσω σημαντικά. Η Μαρκέλα –ας την αποκαλούμε έτσι –δεν είχε αντίληψη της εξουσίας μου. Χτύπησε απλώς ένα πρωί την πόρτα μου και ζήτησε ακρόαση από τον Βασιλικό Επίτροπο ή από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή… κι εκείνη δεν ήξερε ποιον ζητούσε ακριβώς, ποιος είχε τη δύναμη να… Δεχόμασταν καθημερινά επισκέψεις από συγγενείς κρατουμένων και καταδικασμένων, κοπέλες με μωρά στην αγκαλιά, μάνες μαυροντυμένες… Η Μαρκέλα όμως ήταν άλλο πράγμα. Κομψότατη, με αέρα κυρίας του κόσμου, έβγαλε να καπνίσει από ασημένια ταμπακιέρα. “Τι ακριβώς ζητάτε;” τη ρώτησα. “Θέλω να μην εκτελεστεί ο αδελφός μου” μού δήλωσε ευθαρσώς. “Σε ποιον πρέπει να απευθυνθώ;” “Και γιατί να μην εκτελεστεί;” αποφάσισα να την ταλαιπωρήσω”».

«Δεν εννοείτε προφανώς τον παππού μου…» τον διέκοψα. «Είχε, από όσο ξέρω, η Μαρκέλα κι άλλον αδελφό κομμουνιστή». «Αλλους δύο». «Βρήκα τον φάκελο και τον διάβασα διαγωνίως». «Με τις κατηγορίες που τον βαραίνουν» τής ανακοίνωσα, «δεν γλιτώνει το δις εις θάνατον. Εγώ βεβαίως μπορώ να τοποθετήσω τη δικογραφία του στον πάτο της ντάνας. Οπερ σημαίνει ότι κερδίζει τουλάχιστον έναν χρόνο…». Το όμορφο πρόσωπό της έλαμψε. «Αρκεί να με πείσετε εσείς…» της είπα με ένα χαμόγελο, που τότε το θεώρησα δονζουανικό, μετά κατάλαβα πόσο πρόστυχο ήταν. Η Μαρκέλα μπήκε στο νόημα. Φορούσε, θυμάμαι, εσώρουχα από αληθινή δαντέλα…».

Ο συνομιλητής μου έσκυψε το κεφάλι. Είναι εξαιρετικά αμήχανο να βλέπεις έναν γέροντα να ντρέπεται. «Από παιδάκι κυνηγούσα τις γυναίκες» μού είπε. «Και τις κατάφερνα συνήθως, πότε με τη γοητεία μου, όχι σπανίως και με τα λεφτά μου. Ποτέ όμως δεν είχα εκμεταλλευτεί την εξουσία μου. Ποτέ άλλοτε δεν αντήλλαξα –χυδαία, κυνικά –ένα κορμί με μια ζωή. Τέτοια αμαρτία, που την κρατούσα εξήντα πέντε χρόνια εντός μου, έπρεπε να την εξομολογηθώ. Εστω σε εσάς. Να μην την πάρω στον τάφο». «Στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται» τον παρηγόρησα. «Ούτε εσείς το πιστεύετε αυτό ούτε εγώ!» ύψωσε στιγμιαία τη φωνή.

«Δεν γνωρίζατε το περιστατικό… Πού να το ξέρετε; Μέχρι πουτάνα μπορεί να την έλεγαν έτσι και το ανακοίνωνε. Πως πήγε με τον ταξικό εχθρό. Κάλλιο να γινόταν ο αδελφός της ήρωας, να τον τουφέκιζαν, να του ‘γραφαν και κάνα ποίημα… Η Μαρκέλα όμως ήταν η ηρωίδα. Τι άλλο σημαίνει ηρωισμός παρά αγάπη άνευ όρων;».