Η γερμανική γλώσσα έχει μια μοναδική δυνατότητα: πλάθει λέξεις και στη συνέχεια τις ανάγει σε πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα. Πάρτε τη λέξη «Wutbürger», που επινοήθηκε από έναν δημοσιογράφο του «Σπίγκελ» και ανακηρύχθηκε το 2010 από την Εταιρεία Γερμανικής Γλώσσας λέξη της χρονιάς. Σημαίνει «οργισμένος πολίτης», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, με τα γερμανικά δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος. Και τη θυμήθηκε πριν από λίγες ημέρες ένας άλλος γερμανός δημοσιογράφος, της «Ντι Τσάιτ» αυτή τη φορά, που έγραψε ότι οι Wutbürgers είναι πια παντού. Στη Γερμανία διαμαρτύρονται για τους πρόσφυγες και τη βοήθεια προς την Ελλάδα. Στη Βρετανία ψήφισαν Brexit. Στη Γαλλία ονειρεύονται να εκλέξουν πρόεδρο τη Λεπέν. Και ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός τους είναι ο Ντόναλντ Τραμπ.

Δεν πρόκειται φυσικά για κάτι καινούργιο. Οργισμένος πολίτης ήταν και ο Μαρξ, όπως και ο Μοντεσκιέ ή ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Οργισμένοι ήταν και οι δεκάδες χιλιάδες ανατολικογερμανοί διαδηλωτές που έριξαν το Tείχος το 1989. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά. Εκείνη η οργή απέρρεε από την αίσθηση του δικαίου. Οι σημερινοί Wutbürgers, αντίθετα, υποκινούνται κυρίως από το μίσος. Μεσολάβησαν βέβαια και οι Αγανακτισμένοι, στην Αμερική και την Ευρώπη, που στην πλειοψηφία τους πέρασαν είτε στην Ακρα Αριστερά είτε στην Ακρα Δεξιά.

Είναι άραγε ελπιδοφόρο ότι εκτός από την αρνητική οργή υπάρχει και η θετική; Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα απαντά αρνητικά. Είναι προτιμότερο να ξεριζωθεί η οργή από τη ζωή των εθνών –γράφει ο μεγάλος περουβιανός διανοούμενος στην «Ελ Παΐς» –και οι αποφάσεις να λαμβάνονται συναινετικά, με τη βοήθεια της πειθούς ή με την ψήφο. Διότι η οργή αλλάζει εύκολα κατεύθυνση και από καλοπροαίρετη και δημιουργική μπορεί εύκολα να γίνει μοχθηρή και καταστροφική. Η ιστορία της Λατινικής Αμερικής είναι σημαδεμένη από τη βία, που μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να ήταν δικαιολογημένη, σχεδόν πάντα όμως ξέφυγε από τους αρχικούς της στόχους και προκάλεσε μεγαλύτερο κακό από αυτό που ήθελε να διορθώσει.

Η σημερινή ιδιόμορφη ελληνική κυβέρνηση οφείλει σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξή της στο κίνημα των Αγανακτισμένων. Αν η «φαντασία στην εξουσία» απέτυχε, η «οργή στην εξουσία» είναι γεγονός (όπως και η δευτερογενής οργή που προκάλεσε με τη σειρά της). Και η πρόσκρουσή της στην εξουσία των θεσμών αποτέλεσε ένα πολιτισμικό σοκ –κάτι σε ένα βαθμό δικαιολογημένο για ερασιτέχνες. Οι τελευταίοι θα μπορούσαν να περάσουν τον σκόπελο με κάποιο από τα τρία μέσα που αναφέρει ο Βάργκας Γιόσα. Θα μπορούσαν δηλαδή να επιδιώξουν τη συναίνεση, να χρησιμοποιήσουν επιχειρήματα ή να καταφύγουν στις κάλπες. Αλλά επέλεξαν την αδιαλλαξία και τον τσαμπουκά.

Η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών θα μείνει στην Ιστορία ως το πολιτικό Βατερλώ του ΣΥΡΙΖΑ. Με τα τραγικά ή κωμικά που εκτυλίσσονται όμως στη Διάσκεψη των Προέδρων, υπάρχει κίνδυνος να επισημοποιήσει και την οριστική διάλυση του τρίτου πόλου. Για τον Νίκο Παππά, κάτι τέτοιο θα είναι μια διόλου ευκαταφρόνητη παρηγοριά.