Πριν από λίγες ημέρες έλαβα ηλεκτρονική πρόσκληση για θεατρική πρεμιέρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις την πρόσκληση συνοδεύουν συνήθως λίγα λόγια για την παράσταση και τους συντελεστές. Το μάτι μου έπεσε σε ένα κατεβατό από μπολνταρισμένα (με έντονη γραφή) ονόματα και υπέθεσα ότι θα επρόκειτο για μια πολυπρόσωπη παράσταση. Υπήρξα αφελής. Διαβάζοντας προσεκτικά κατάλαβα ότι οι συντάκτες της πρόσκλησης με πληροφορούσαν ποιοι επρόκειτο να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς –το συνηθισμένο κοινό δηλαδή –με την προσθήκη κάποιων γραφικών πρώην βουλευτών. Γι’ αυτή καθεαυτή την παράσταση λίγα λόγια και ασαφή. Οτι τι δηλαδή; Θα σηκωθεί ένας δημοσιογράφος να πάει σε μια πρεμιέρα όχι για το έργο αλλά για το ποιος θα χασμουριέται, θα βήχει ή θα βρωμοκοπάει τσιγαρίλα στη διπλανή θέση.

Ανάμεσα στα πολλά που έχουν ξεθεμελιωθεί τα τελευταία χρόνια σε αυτόν τον τόπο είναι και ο τρόπος με τον οποίο «αλεξιπτωτιστές» και «πειρατές» του χώρου θέλουν να βάλουν χέρι στην τέχνη και τη διανόηση. Αν όχι ως δημιουργοί, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο επικοινωνίας της. Στα χρόνια του μεγάλου πάρτι τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Από τη μια η σόουμπιζ και από την άλλη η τέχνη. Ο καθείς στο σπίτι του, κουτσουλιά στη μύτη του. Να ξεκαθαρίσω ότι το παράδειγμα που ανέφερα δεν ανήκει σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο αποτυπώνει την τάση. Γιατί είναι γεγονός ότι από τότε που η σόουμπιζ φαλίρισε, τα ορφανά της πληροφορήθηκαν ότι εκτός από τις πασμίνες και τα κλατς υπάρχουν ο Μπρεχτ και ο Ντοστογέφσκι. Και έκαναν εισοδισμό στη διανόηση τραγουδώντας Μαζωνάκη.

Βεβαίως τέχνη και πυροτέχνημα μπορούν να συνυπάρξουν αλλά όταν έχουν αναπτυχθεί παράλληλα. Και σε καμία περίπτωση όταν η τέχνη χρησιµοποιείται ως πρόφαση. Οσο γραφικός γίνεται ο διανοούμενος που ξαφνικά διαλαλεί το μεγαλείο της Πάολα, τόσο απρεπής είναι κι αυτός που δακρύζει με τα τραγούδια της Βίσση και συγχρόνως εκστασιάζεται με τον Τσέχοφ ενώ μέχρι πρότινος νόμιζε ότι οι «Τρεις αδελφές» είναι ταβέρνα στα Πετράλωνα. Οι εισοδιστές βεβαίως δεν γνωρίζουν ότι η διανόηση ούτε αγοράζεται ούτε κατακτάται με ταχύρρυθμη εκπαίδευση. Ετσι, για παράδειγμα, ένα μαγαζί που απέτυχε ως σούσι καφέ δεν μπορεί να αναβαπτισθεί ως στέκι διανόησης νοικιάζοντας περσόνες για μόνιμο ντεκόρ ή παραχωρώντας δωρεάν την αίθουσα για παρουσιάσεις βιβλίων με αντάλλαγμα την δημοσίευση της «κοσμοσυρροής». Ούτε οι κυρίες που μέχρι πρότινος καυχιόνταν δημόσια ότι τα πατημένα μπουζουκογαρίφαλα δεν έφευγαν ποτέ από τις σόλες των παπουτσιών τους αναβαθμίζονται σε θεατράνθρωπους επειδή φωτογραφίζονται, με push up σουτιέν, δίπλα σε καταξιωμένους ηθοποιούς. Ούτε αναρτήσεις στα social media μεταμορφώνονται σε θεατρικά κείμενα επειδή τα απαγγέλλουν σπαρακτικά σε μισοφωτισμένες σκηνές. Αυτές οι πελατειακές σχέσεις μπορεί να δούλευαν –και να δουλεύουν ακόμη –σε παρουσιάσεις καλλυντικών, ημερολογίων και έθνικ κοσμημάτων. Σε είδη δηλαδή που από τη φύση τους έχουν πελάτες. Η τέχνη και η διανόηση όμως δεν έχουν πελάτες. Εχουν πιστούς.