Ο ιστορικός του μέλλοντος θα κρίνει τις φετινές εκλογές στις ΗΠΑ ως τις πρώτες που τα social media έπαιξαν τον κύριο ρόλο. Μια προεκλογική περίοδος κατά την οποία συζητήθηκαν ελάχιστα τα πολιτικά θέματα και περισσότερο τα e-mail, τα χακαρίσματα και τα προσωπικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων. Αυτό διαπιστώνει η Αν Απλεμπομ, η βραβευμένη με Πούλιτζερ αρθρογράφος της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post». Συγγραφέας βιβλίων όπως τα «Γκουλάγκ – Η αληθινή Ιστορία» (εκδ. Ιωλκός) και «Σιδηρούν παραπέτασμα – Η συντριβή της Ανατολικής Ευρώπης» (που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδ. Αλεξάνδρεια) η πολωνικής καταγωγής δημοσιογράφος θεωρεί τον Ντόναλντ Τραμπ μέρος ενός διεθνούς κύματος λαϊκισμού που έχει πολλά παρακλάδια και στην Ευρώπη.

Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγάλη διαφορά της φετινής προεκλογικής εκστρατείας στις ΗΠΑ;

Φέτος πολλά ήταν διαφορετικά. Κατ’ αρχήν τα ντιμπέιτ, τα οποία κινήθηκαν σε πολύ προσωπικούς τόνους. Η μεγάλη διαφορά λέγεται Ντόναλντ Τραμπ. Πρώτη φορά υπάρχει υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο που δεν διαθέτει ούτε ελάχιστη πολιτική εμπειρία και έτσι δεν μπορεί να κριθεί από τα πεπραγμένα του. Αυτό άλλαξε όλη τη φύση της εκστρατείας. Ολα όσα αφορούν τον Τραμπ είναι θεωρητικά. Δηλαδή, τελικά κρίνεται από το αν τον πιστεύουν οι ψηφοφόροι ή όχι. Δεν έχουμε ιδέα τι πραγματικά θα κάνει. Αυτό λοιπόν άλλαξε τα πάντα. Δεν μιλήσαμε για την πολιτική, διότι εκείνος δεν είχε να δείξει τίποτα. Γι’ αυτό και η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από τις γυναίκες, τις επιχειρήσεις, το τι φαντάζεται ότι θέλει να κάνει. Τίποτα απτό.

Ποιες είναι οι δυσλειτουργίες του αμερικανικού πολιτικού συστήματος που οδήγησαν στην ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ ως προεδρικού υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών;

Κατ’ αρχήν η εσωτερική διάλυση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Παλαιότερα, ως κομματικός μηχανισμός ήλεγχε τις θέσεις και τις ιδέες στις οποίες κινούνταν σε γενικές γραμμές οι υποψήφιοί του. Τώρα λόγω των social media, λόγω των πολλών ΜΜΕ, αλλά και της αλληλεπίδρασης με τους πολίτες, φαίνεται να έχει χαθεί, εν μέρει, ο έλεγχος αυτός. Επίσης οδεύουμε προς μια πολιτική ζωή όπου καταργείται η ιδιωτικότητα μέσω περίπλοκων ηλεκτρονικών τρόπων. Πλέον μέγα θέμα γίνονται τα ηλεκτρονικά μηνύματα, οι παρακολουθήσεις των τηλεφώνων και των συζητήσεων στο Διαδίκτυο – αυτά θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το εκλογικό αποτέλεσμα. Οι πολίτες πλέον στη ζωή τους μπορούν να ενημερωθούν ή να ψωνίσουν με ένα κλικ. Αυτό μεταφέρεται σιγά – σιγά και στην πολιτική. Η ταχύτητα γίνεται συνήθεια. Ομως η δημοκρατία χρειάζεται συμμαχίες, χρειάζεται χρόνο, χρειάζεται συζητήσεις. Οι πολίτες δείχνουν να έχουν την ενέργεια και την διάθεση να το κάνουν αυτό. Η στήριξη προς τον Τραμπ είναι τρόπος διαμαρτυρίας, αφού πλέον οι εκλογές δεν έχουν επίκεντρο την πολιτική.

Ακόμα κι αν δεν νικήσει ο Τραμπ, το «καταγγελτικό» κίνημα που δημιουργεί φαίνεται ότι θα παραμείνει στην αμερικανική πολιτική σκηνή.

Φυσικά και θα μείνει. Το γεγονός ότι πολλοί ψηφοφόροι όχι απλά βλέπουν αρνητικά, αλλά μισούν την Κλίντον, λειτουργεί υπέρ του νεοϋορκέζου μεγιστάνα. Πολλοί πολίτες θεωρούν πως η Χίλαρι εκπροσωπεί το παρελθόν και το κατεστημένο στην πολιτική. Νομίζω ότι από εδώ και πέρα θα βλέπουμε διαρκώς τα χαρακτηριστικά του Τραμπ να παίζουν σημαντικό ρόλο: ο τρόπος επικοινωνίας του, η αφέλεια που δείχνει πολλές φορές, ο αδιάντροπος ρατσισμός του που τώρα προκαλούν εντύπωση, σε λίγο καιρό θα είναι στάνταρ συμπεριφορές για κάποιους πολιτικούς.

Ο λαϊκισμός που βλέπουμε στις φετινές αμερικανικές εκλογές έχει δεσμούς με τα έντονα λαϊκιστικά φαινόμενα και στην Ευρώπη;

Φυσικά, μιλάμε πλέον για ένα διεθνές κίνημα. Το φαινόμενο των ανθρώπων που σιχαίνονται την πολιτική είναι κοινό σε πολλές χώρες. Μπορεί να το δει κάποιος ως αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή σε αυτά για τα οποία – δικαίως ή αδίκως – κατηγορείται η παγκοσμιοποίηση. Κάποιοι αυτοματισμοί, η κατάργηση συγκεκριμένων θέσεων εργασίας. Σε μερικές χώρες ο λαϊκισμός συνδέεται με τον συντηρητισμό, σε άλλες έχει πιο αριστερή χροιά. Κάπου εκφράζεται ως αντι-ελιτισμός, αλλού έχει εκφράσεις εναντίον των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου ή εναντίον των μεταναστών. Ομως όλοι οι λαϊκιστές – νέοι και παλιοί – φαίνεται να έχουν κάτι κοινό. Απευθύνονται στο φαντασιακό: προσφέρουν ασαφή σχέδια, γενικές ιδέες και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις όπως λεφτά για όλους, χωρίς να ξεκαθαρίζουν την προέλευσή τους. Υπόσχονται δηλαδή γρήγορες, απλές και μη ρεαλιστικές λύσεις σε περίπλοκα προβλήματα – και πολλά λεφτά.

Τελικά, ποιοι είναι εκείνοι που προτιμούν τον Τραμπ από τη Χίλαρι Κλίντον;

Δεν είναι φτωχοί. Μάλλον σχετικά εύποροι θεωρούνται. Υπολογίζεται ότι έχουν κατά μέσο όρο ετήσιο εισόδημα που φθάνει τα 70.000 δολάρια. Δεν είναι οι οικονομικές ανησυχίες που τους οδηγούν στον Τραμπ. Είναι πολιτισμικές, η αντίδρασή τους στο κατεστημένο της Ουάσιγκτον και όχι μόνο. Είναι η αντίδραση στην πολιτική ορθότητα, στην εκλογή του πρώτου μαύρου προέδρου, του Μπαράκ Ομπάμα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι άλλαξε η πολιτική τάξη και τώρα αντιδρούν έντονα. Βλέπουν να προωθούνται η ισότητα και η πολυπολιτισμικότητα και αυτό δεν τους αρέσει καθόλου.