«Οι πόλεις βοηθούν βεβαίως τα φεστιβάλ, όμως τι κάνουν τα φεστιβάλ γι’ αυτές;» αναρωτήθηκε εκ μικροφώνου ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης, υποδηλώνοντας εύστοχα πως το φεστιβάλ θα προσφέρει τόσα, και ακόμα περισσότερα στην πόλη που το φιλοξενεί. Ολα αυτά σε μια τελετή έναρξης που παρουσίασαν η Θέμις Μπαζάκα και ο Στέλιος Μάινας, τελετή μάλλον απέριττη και σοβαρή, διακριτικά χιουμοριστική και εντόνως θετική –ως δείγμα μιας νέας περιόδου –έστω κι αν προέκυψε «μοιραία» για τον Αριστείδη Μπαλτά, τέως πλέον υπουργό Πολιτισμού που δήλωσε «κάθε φορά που έρχομαι στη Θεσσαλονίκη ως υπουργός Πολιτισμού αισθάνομαι κυριολεκτική ανάταση».

Κι όμως, είχε κάθε δίκιο να το λέει: κακά τα ψέματα, τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δεν ήταν ακριβώς φεστιβάλ αλλά κινηματογραφική λέσχη. Φέτος, κάτι η ένταξη των μεταμεσονύκτιων προβολών, κάτι τα πολύ εύστοχα αφιερώματα, κάτι τα συνεχή πάρτι και οι παράλληλες εκδηλώσεις, βοήθησαν στη γενικότερη μεταστροφή του κλίματος. Στ’ αλήθεια, το αισθανόσουν από την πρώτη μέρα. Με άλλα λόγια, το τρίπτυχο «Εκπαίδευση, προσβασιμότητα, ανεκτικότητα» της γενικής διευθύντριας Ελίζ Ζαλαντό δείχνει να πιάνει τόπο, παρά τα όποια απρόοπτα.

ΠΟΙΗΣΗ. Την τελετή ακολούθησε το «Πάτερσον» του Τζιμ Τζάρμους (προηγήθηκε ηχητικό μήνυμα του σκηνοθέτη), μια από τις καλύτερες της μέχρι τώρα καριέρας του. Στο φιλμ, ο χαρακτήρας του Ανταμ Ντράιβερ, ένας οδηγός λεωφορείου με το όνομα Πάτερσον, ζει και εργάζεται στην ομώνυμη πόλη του Νιου Τζέρσεϊ. Κάθε απόγευμα επιστρέφει στο σπίτι όπου τον περιμένει η όμορφη και γλυκιά σύζυγός του που, όσο αυτός λείπει, βάφει τα πάντα σε άσπρο και μαύρο: κουρτίνες, χαρτομάντιλα, φορέματα και αλατιέρες –τόσο ρομαντική είναι η ματιά της απέναντι στον κόσμο που μονάχα σε ασπρόμαυρο μπορεί να τον δει (κανείς ρομαντικός δεν αντέχει τις γκρίζες ζώνες). Κι εκείνος «απαντά» με ποίηση που δεν της διαβάζει ποτέ.

Ενδιαμέσως συναντά πλήθος ποιητών, μόνο που, με την εξαίρεση ενός δεκάχρονου κοριτσιού, δεν έχουν επίγνωση της ποιητικής τους φύσης. Γιατί δεν είναι μονάχα ο Πάτερσον που σκαρφίζεται ποιήματα απέριττης κοψιάς: η ποίηση εδώ μοιάζει να είναι το αόρατο νήμα που ενώνει όλους εκείνους τους ανθρώπους που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα συναντιόντουσαν ποτέ. Πέραν τούτου, στον ιαπωνικό «Σπορέα» του Διεθνούς Διαγωνιστικού, ένας προσφάτως έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική παίρνει εξιτήριο και επιστρέφει στο σπίτι του αδελφού του.

Μια οικογενειακή τραγωδία ακολουθεί, μόνο που το ζήτημα της ξεκάθαρης(;) ενοχής του πρώτου τίθεται υπό –διδακτική προφανώς –αμφισβήτηση. Ο σκηνοθέτης Γιοσούκε Τακεούτσι παίζει πότε με τη ράθυμη σοφία ενός Γιαζουχίρο Οζου και πότε με δυτικές μεθόδους ανάπτυξης του σασπένς, αλλά κερδίζει κυρίως από τις εξαίρετες ερμηνείες των πρωταγωνιστών του, που σηκώνουν στις πλάτες τους το δράμα.

«ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ». Δράμα υπάρχει και στις τρεις παράλληλες (και διαπλεκόμενες) ιστορίες του «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακκαρίδη, η ταινία του όμως ισορροπεί πολύ προσεκτικά ανάμεσα στη μελαγχολία και στο χιούμορ, οι αφηγηματικοί της ρυθμοί δεν χαλαρώνουν ποτέ (ούτε όμως και σπιντάρουν αδικαιολόγητα), ενώ οι ερμηνείες είναι όλες υποδειγματικές (Γιάννης Στάνκογλου, Μπάμπης Παπαδημητρίου, Βασίλης Κουκαλάνι). Με άλλα λόγια, η ταινία ξεκινά και θες να τη δεις μέχρι τέλους.

Μετά το «Rakushka» (και την καλύτερή της στιγμή, το φιλμ «Η ζωή ενάμισι χιλιάρικο») η Φωτεινή Σισκοπούλου επιστρέφει με το «Istanbul Story», ένα ρομαντικό δράμα τριών ωρών γυρισμένο στη Κωνσταντινούπολη. Απουσιάζουν ευτυχώς τα τουριστικά πλάνα. Επίσης, να μας συμπαθάτε, αλλά δεν ζούμε στο Διάστημα: Αυτή η ταινία δεν θα μπορούσε να γυριστεί ούτε στα ελληνικά ούτε στα τουρκικά. Οταν έχεις να κάνεις με συγκεκριμένα μεγέθη παραγωγής, τα αγγλικά είναι μονόδρομος αν θέλεις να ολοκληρώσεις ένα τέτοιο project, αλλιώς το γυρίζεις με δέκα χιλιάρικα επιτόπου και όποιος το δει. Το πρόβλημα λοιπόν εδώ δεν είναι ούτε η γλώσσα ούτε το φολκλόρ, αλλά οι ήρωες.

Ηρωες που δεν είναι επαρκώς συγκροτημένοι για να κουβαλήσουν όλες τις πολιτικές και υπαρξιακές σημάνσεις που το σενάριο απαιτεί για να λειτουργήσει, ήρωες σχηματικοί και ατσαλάκωτοι, όπως η Μυρτώ Αλικάκη που φτάνει στην Πόλη αναζητώντας την αλήθεια γύρω από την περιουσία της μητέρας της. Η ηθοποιός πάντως προσπαθεί: Κοιμάται στο θρανίο του σχολείου όπου έκανε τα πρώτα της μαθήματα και το χαμόγελό της χρωματίζεται από μια νοσταλγία που λέει περισσότερα από ένα μισάωρο διαλόγων. Υπέροχη τέλος και η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη.

Πολλοί εδώ βέβαια περίμεναν την ταινία που έμελλε να ήταν η τελευταία του δημιουργού της, το «90 χρόνια ΠΑΟΚ: Νοσταλγώντας το μέλλον» σε σκηνοθεσία Νίκου Τριανταφυλλίδη. Σύσσωμη η οικογένεια του Δικεφάλου, με πρώτο τον πρόεδρο της ΠΑΕ ΠΑΟΚ Ιβάν Σαββίδη, αλλά και πλήθος ανθρώπων άρρηκτα συνδεδεμένων με το παρελθόν και το παρόν της ομάδας έδωσαν το «παρών» σε μια προβολή που όμοιά της το Ολύμπιον δεν είχε ξαναδεί. Και η ταινία δεν τους απογοήτευσε.

Ας το πούμε εξαρχής: Κάθε σκηνοθέτης ξεκινά να κάνει μια ταινία όπως θέλει και καταλήγει να την κάνει όπως μπορεί. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα πιο ξεχωριστή περίπτωση. Ο Νίκος, βλέπετε, μόνταρε και έστηνε τον «ΠΑΟΚ» μέχρι το τέλος της ζωής του – ακόμα τον θυμάμαι στον εξώστη του Gagarin, στο γραφείο του όπου και έστηνε την ταινία, ενώ στη σκηνή, λίγα μέτρα πιο κάτω, εμφανίζονταν οι θρυλικοί Hawkwind. Ηταν η τελευταία φορά που είδα από κοντά τον φίλο μου: Το ημερολόγιο έγραφε 21 Μαΐου, δεκάξι μόλις μέρες πριν από τον θάνατό του.

Η ταινία δεν απογοήτευσε ούτε τους φίλους του Νίκου ούτε τους φίλους του ΠΑΟΚ, έστω κι αν οι τελευταίοι, ως γνήσιοι ΠΑΟΚτσήδες, είχαν τις διαφωνίες τους: Απουσιάζουν οι μουρλαμένοι οπαδοί, είπαν. Παραφαίνεται ο Σαββίδης, προσέθεσαν κάποιοι άλλοι. Αδικο δεν είχαν. Ομως, το απολύτως σαρωτικό πρώτο μέρος του φιλμ σε πιάνει απ’ τα μούτρα. Δεν μπορείς να κοιτάξεις αλλού μέχρι το φινάλε. Και αυτή η γνήσια, σχεδόν ντανταϊστική τρέλα που, για τον Νίκο, αποτελούσε και τη μεγαλύτερη πρόκληση αυτής της περιπέτειας («Ο ΠΑΟΚ είναι μια ουτοπία, μια διαρκής ανταρσία που δεν ολοκληρώνεται ποτέ» συνήθιζε να λέει), καταγράφεται με πιστότητα στη μεγάλη οθόνη. Είχες δεν είχες, Νίκο, με έκανες ΠΑΟΚτσή στο τέλος.

INFO

Το 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα λήξει την Κυριακή 13 Νοεμβρίου με την προβολή της «Χορεύτριας» της Στεφανί ντι Τζιούστο