Η αύξηση του σωματικού βάρους μετά την ενηλικίωση μπορεί να αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου, ακόμα κι αν το άτομο δεν φθάνει στην παχυσαρκία, αναφέρουν βρετανοί επιστήμονες.

Αναλύοντας στοιχεία από περισσότερους από 300.000 εθελοντές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι άνδρες που παίρνουν 17κιλά από τα 18 έως τα 65 τους χρόνια έχουν κατά 50% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο, σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους οι οποίοι διατηρούν σταθερό ή σχεδόν σταθερό το βάρος τους.

Αντίστοιχα, οι γυναίκες που παίρνουν 22 κιλά από τα 18 έως τα 65 τους, έχουν σχεδόν 20% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καρκίνο.

Τα ευρήματα αυτά, που θα παρουσιασθούν σήμερα στο Ετήσιο Ογκολογικό Συνέδριοτου βρετανικού Εθνικού Ινστιτούτου Έρευνας του Καρκίνου (NCRI) στο Λίβερπουλ, ενισχύουν τη συσχέτιση περιττών κιλών-παχυσαρκίας και αποδεικνύουν πόσο σημαντική είναι η φροντίδα του σωματικού βάρους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής, λένε οι ερευνητές.

Οι ειδικοί δεν ξέρουν με ποιους ακριβώς μηχανισμούς προκαλούν καρκίνο τα πρόσθετα κιλά, αλλά είναι καλά γνωστό ότι το περίσσιο σωματικό λίπος παράγει ορμόνες οι οποίες βοηθούν τους καρκινικούς όγκους να αναπτυχθούν.

Όπως εξήγησε η επικεφαλής ερευνήτρια δρ Χάννα Λέννον, από τον Τομέα Μοριακών & Κλινικών Επιστημών Καρκίνου του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, η παχυσαρκία αποτελεί πολύ σημαντική αιτία καρκίνου, καθώς σχετίζεται με 13 διαφορετικές μορφές.

Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται δύο από τους πιο συχνούς καρκίνους (του μαστού και του παχέος εντέρου) και τρεις από τους πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμους (του παγκρέατος, του οισοφάγου και της χοληδόχου κύστεως).

Στη νέα μελέτη, η παρατηρούμενη αύξηση του σωματικού βάρους δεν οδήγησε στην παχυσαρκία τους άνδρες αλλά και πάλι ήταν επικίνδυνη.

Ο μέσος Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) των ανδρών της μελέτης αυξήθηκε από το 22 στο 27 (οι τιμές του έως 25 σημαίνουν φυσιολογικό βάρος και από 25 έως 30 ότι το άτομο είναι υπέρβαρο).

Αντίστοιχα στις γυναίκες, η μέση αύξηση του βάρους κατά 22 κιλά οδήγησε σε πρώτου βαθμού παχυσαρκία (ο μέσος ΔΜΣ αυξήθηκε από 23 σε 32).