1. Πριν από μία περίπου δεκαετία, ως ένα ακόμη επεισόδιο στο μακρύ γαϊτανάκι αντιπαραθέσεων Πολιτείας – Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ), ψηφίστηκε νόμος που επέβαλε στην ΕΠΟ ένα συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα, διαφορετικό από αυτό που προβλεπόταν στο καταστατικό της. Ο νόμος αυτός ουδέποτε εφαρμόστηκε αφού αμέσως σχεδόν, υπό την απειλή αποβολής του ελληνικού ποδοσφαίρου από την ευρωπαϊκή και διεθνή ποδοσφαιρική οικογένεια, όχι μόνο ρητά καταργήθηκε, αλλά, επιπλέον, με τη σχετική διάταξη που τότε ψηφίστηκε, όλα τα θέματα που αφορούσαν στην ΕΠΟ αναγορεύθηκαν σ’ ένα νεφελώδες και απεριόριστο “αυτοδιοίκητο”, εξαιρούμενα ουσιαστικά συλλήβδην από την ελληνική έννομη τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία στη γενικότητα και την απολυτότητά της αποτελούσε πράγματι μελανή κηλίδα της νομοθεσίας μας, καταργήθηκε πριν από ένα περίπου χρόνο.

Πρόσφατα, ενόψει των επικείμενων εκλογών της ΕΠΟ, ένα όργανό της, το λεγόμενο Διαιτητικό Δικαστήριο, κάνοντας δεκτή σχετική προσφυγή, έκρινε πως αφού προσφάτως καταργήθηκε η προαναφερόμενη διάταξη που πρακτικά εξαιρούσε την ΕΠΟ από το νόμο, επανήλθε σε ισχύ η καταργηθείσα με τη διάταξη αυτή προϋφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση που καθόριζε το εκλογικό της σύστημα και, άρα, σύμφωνα με αυτό -και όχι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο καταστατικό της- θα έπρεπε να διεξαχθούν οι εκλογές της.

Έτσι, με την απόφαση αυτή τέθηκε ξανά μετ’ επιτάσεως το ζήτημα του περίφημου αυτοδιοίκητου των αθλητικών Ομοσπονδιών (της ΕΠΟ εν προκειμένω), σε σχέση ειδικότερα με το εκλογικό τους σύστημα. Άλλωστε, κυρίως η προαναφερόμενη απόφαση ήταν που προκάλεσε την επέμβαση της Παγκόσμιας και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA, UEFA) στην ΕΠΟ, με την εγκατάσταση της λεγόμενης Επιτροπής Εξομάλυνσης, η οποία πρόκειται κατά προτεραιότητα ν΄ ασχοληθεί άμεσα με το συγκεκριμένο θέμα.

Μια λοιπόν και εκ των πραγμάτων έχει ανοίξει ο σχετικός δημόσιος διάλογος, ας μου επιτραπεί η διατύπωση δημοσίως κάποιων προσωπικών απόψεων επί του θέματος. Πριν από αυτό, έχει σημασία να διευκρινισθεί ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα η διάταξη που έχει περιληφθεί στο κείμενο νέου αθλητικού νόμου που εχει ήδη δοθεί σε διαβούλευση δεν προέρχεται από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, αλλά αποτυπώνει την πολιτική θέση του Υπουργείου. Δεδομενου δε ότι, όπως έχει επανειλημμένα δηλωθεί, το τελικό κείμενο που θα κατατεθεί στη Βουλή θα διαμορφωθεί αφού ληφθούν υπόψη όλες οι απόψεις που θα διατυπωθούν, ιδίως βέβαια από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών Ομοσπονδιών αλλά και της ΔΟΕ, ο σχετικός δημόσιος διάλογος έχει πρόσθετη ουσιαστική αξία.

2. Το ζήτημα, πολύ απλά, είναι το εξής: μπορεί ή όχι η Πολιτεία, δια της νομοθετικής οδού, να καθορίζει το εκλογικό σύστημα των αθλητικών Ομοσπονδιών (και, συνακόλουθα, της ΕΠΟ);

Η απάντηση βρίσκεται στον πυρήνα του ζητήματος, ο οποίος δεν ανάγεται ούτε στο πεδίο των πολιτικών αντιλήψεων ούτε στις περί εσωτερικής δημοκρατίας απόψεις του καθενός, αλλά στη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Σχετικώς, το άρθρο 12 του Συντάγματος, στις δύο πρώτες παραγράφους αυτού, ορίζει:

«1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση.»

Όπως η συνταγματική αυτή πρόβλεψη έχει εκτενώς ερμηνευθεί από τη θεωρία και τη νομολογία, η κατά τις ανωτέρω διατάξεις ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (ή συνένωσης) συνεπάγεται κυρίως τα ακόλουθα:

α. Ότι οι ενώσεις προσώπων συνιστώνται με ελεύθερη πρωτοβουλία των μελών τους, χωρίς να επιτρέπεται η υπαγωγή του σχετικού δικαιώματος σε καθεστώς προηγούμενης άδειας.

β. Ότι η λειτουργία τους διέπεται από τα καταστατικά τους ή απευθείας από τις τυχόν άλλες συλλογικές συμβάσεις βάσει των οποίων συνιστώνται.

γ. Ότι δεν είναι επιτρεπτή καμία νομοθετική παρέμβαση που αποβλέπει σε οποιασδήποτε φύσης περιορισμούς ή και επηρεασμούς, είτε ως προς τη λειτουργία τους είτε ως προς τους στόχους τους είτε ως προς τα μέσα ή τους τρόπους που επιλέγουν για την πραγμάτωση των στόχων αυτών.

Συγκροτείται έτσι ένα δικαίωμα αυτοδιοίκησης κάθε συλλογικής οντότητας, η οποία έχει τις ηθελημένες από τα μέλη της λειτουργίες και διαδικασίες, συμβατικά απ΄ αυτά προσδιορισμένες, οι οποίες κυριαρχικά καθορίζονται και οργανώνονται στις ιδρυτικές συλλογικές συμφωνίες τους (δηλαδή στα καταστατικά τους).

Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν το εκ του Συντάγματος προστατευτικό πλαίσιο για την ελεύθερη σύσταση και ανεμπόδιστη λειτουργία των ενώσεων προσώπων, το οποίο το κράτος οφείλει να σέβεται (ή ακόμη και να προστατεύει), ιδίως απέχοντας από παρεμβάσεις που θα κατατείνουν στην συρρίκνωση του αυτοκαθορισμού των μελών τους. Οποιαδήποτε τέτοια παρέμβαση θα βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με το ανωτέρω συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.

Τέτοια περίπτωση καταφανώς θα αποτελούσε οποιαδήποτε παρέμβαση στη λειτουργία της ένωσης προσώπων μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων οι οποίες, ακυρώνοντας (:προσβάλλοντας) το συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμα αυτοδιοίκησής της -ήτοι, αυτοκαθορισμού των μελών της-, θα επέβαλαν αλλαγές στους κανόνες εσωτερικής λειτουργίας της, όπως, ιδίως, επιβάλλοντας τον τρόπο εκλογής των οργάνων της.

Συνεπώς, στο ερώτημα αν μπορεί ή όχι η Πολιτεία να καθορίζει το εκλογικό σύστημα των αθλητικών Ομοσπονδιών (και εν προκειμένω της ΕΠΟ), κατά τη γνώμη μου η απάντηση είναι αρνητική. Όχι, δεν μπορεί. Αυτή δε η αρνητική απάντηση ισχύει ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που θα είχε η όποια νομοθετική ρύθμιση, σε κάθε περίπτωση δηλαδή ορισμού ή αλλαγής νομοθετικά του εκλογικού συστήματος, όπως με επιβολή της απλής αναλογικής, συγκεκριμένης ποσόστωσης της σταυροδοσίας σε σχέση με το συνολικό αριθμό των εκλεγομένων, καθορισμού βαρύτητας της ψήφου κάθε Ένωσης ανάλογα με τον αριθμό των σωματείων-μελών της κλπ. Επιπλέον δε των προαναφερομένων, είναι αυτονόητο ότι καθόλου δεν αποκλείεται μια τέτοια νομοθετική παρέμβαση να υπέχει και άλλα προβλήματα νομιμότητας, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση της προτεινόμενης από κάποιους «διεύρυνσης της εκλογικής βάσης», με συμμετοχή στις εκλογές των ίδιων των σωματείων, κάτι όμως που θα ήταν νομικά ανέφικτο όταν μέλη της Ομοσπονδίας δεν είναι τα σωματεία αλλά οι Ενώσεις.

3. Πέραν όμως των ανωτέρω, που αναφέρονται στην εσωτερική έννομη τάξη (τα οποία βρίσκονται σε ευθεία αντιστοιχία με όσα σχετικώς ισχύουν διεθνώς), το ζήτημα έχει και μία επιπλέον νομική διάσταση, υπερεθνικού χαρακτήρα, με πολύ σημαντικές πρακτικές συνέπειες. Είναι ότι η σωματειακού τύπου οργάνωση του αθλητισμού, σε όλες μάλιστα τις βαθμίδες της (λ.χ. του ποδοσφαίρου σε ποδοσφαιρικά σωματεία, Ενώσεις, Ομοσπονδία), δεν περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά συνεχίζεται έτσι και στη διεθνή διάρθρωσή του (Ευρωπαϊκές, Παγκόσμιες Ομοπονδίες), απολαμβάνοντας κι εκεί, στο διεθνές περιβάλλον, ανάλογη προστασία.

Η συμμετοχή μιας εθνικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ) ως μέλους των υπερκείμενων διεθνών Ομοσπονδιών του αθλήματος (UEFA, FIFA) προϋποθέτει φυσικά την αποδοχή και εφαρμογή των κανόνων που αυτές έχουν θέσει, μεταξύ των οποίων και οι κανόνες που διέπουν τον τρόπο εσωτερικής λειτουργίας, για την οποία, ειδικότερα, προβλέπεται αυστηρά η αυτορύθμιση, δηλαδή ο καθορισμός όλων των σχετικών διαδικασιών μόνο με βάση το καταστατικό και τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της κάθε εθνικής Ομοσπονδίας (της ΕΠΟ εν προκειμένω), τηρώντας τους γενικούς ή, όπου υπάρχουν, ειδικούς κανόνες που θέτουν οι ίδιες οι διεθνείς Ομοσπονδίες, μη επιτρέποντας καμία παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν και καμία εξωτερική παρέμβαση, ιδίως δε, μη επιτρέποντας τον έξωθεν (δηλαδή κυρίως από το κράτος) καθορισμό των σχετικών θεμάτων. Ήτοι, στα θέματα εσωτερικής λειτουργίας, κάθε εθνική ποδοσφαιρική Ομοσποδία οφείλει να αυτορυθμίζεται, με βάση τα όσα ισχύουν για τα μέλη της FIFA και της UEFA. Μη τήρηση αυτής της προϋπόθεσης επιφέρει την αποβολή του συγκεκριμένου μέλους (εθνικής Ομοσπονδίας), κάτι που πράγματι έχει συμβεί αρκετές φορές μέχρι σήμερα.

Συνεπώς, ενδεχόμενος νομοθετικός καθορισμός του εκλογικού συστήματος μιας Ομοσπονδίας, παρά τη θέλησή της, στη βάση αντίθετων προς τις προεκτεθείσες ερμηνευτικές προσεγγίσεις (ιδιαίτερα μειοψηφικές, αλλά πάντως πράγματι υπαρκτές) ως προς το συνταγματικώς επιτρεπτό μιας τέτοιας νομοθέτησης, δεν θα μπορούσε επ΄ ουδενί νομικά να αποτρέψει τις προαναφερόμενες συνέπειες ως προς τη θέση του αθλήματος στο διεθνές περιβάλλον, αφού επ΄ αυτών καμία σχετική εθνική νομική δυνατότητα αποτροπής δεν υφίσταται. Άλλο ζήτημα βεβαίως είναι ότι η αποδοχή μιας τέτοιας εξέλιξης (αποβολή του ελληνικού ποδοσφαίρου από τις διεθνείς Ομοσπονδίες) και όλων των επακολούθων της θα μπορούσε ενδεχομένως σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις ν’ αποτελεί ζήτημα συνειδητής πολιτικής απόφασης, η οποία βεβαίως οφείλει προηγουμένως να έχει λάβει υπόψη της όλα τα προαναφερόμενα, στα οποία δεν χωρεί καμιά διαφορετική ερμηνεία.

Σχετικά με τις συνέπειες, πρέπει να επισημανθεί ότι τα παραπάνω κατοχυρώνονται και σε επίπεδο ΔΟΕ, όπου υπάρχουν επίσης αντίστοιχες προβλέψεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το καταστατικό της, μεταξύ των θεμελιωδών αρχών που πρέπει να διέπουν οποιαδήποτε αθλητική οντότητα είναι η αυτονομία της λειτουργίας της, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία του να καθορίζει η ίδια τη δομή και τη διοίκησή της και να εκλέγει ελεύθερα τα όργανά της, χωρίς οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή ή παρέμβαση, σε περίπτωση δε που σε κάποια αθλητική οργάνωση υπάρχει παραβίαση των αρχών αυτών, τότε η συγκεκριμένη οργάνωση τίθεται εκτός του Ολυμπιακού Κινήματος (βλ. Olympic Charter, όπως ισχύει από 2.8.2015, Fundamental Principles of Olympism, άρθρα 5 και 7, *).

4. Το συμπέρασμα από όλα τα προαναφερόμενα είναι πως ο νομοθετικός καθορισμός του εκλογικού συστήματος της ΕΠΟ, όπως και κάθε άλλης αθλητικής Ομοσπονδίας, είναι νομικά μη επιτρεπτός, οδηγεί δε σε σοβαρά πρακτικά προβλήματα, ευρύτερου ενδιαφέροντος, με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή.

Νομοθετικός καθορισμός μπορεί χωρίς τέτοια προβλήματα να υπάρξει μόνον με συναίνεση, εάν δηλαδή το αρμόδιο όργανο της Ομοσπονδίας (κανονικά η Γενική της Συνέλευση), με τους κανόνες συγκρότησης, απαρτίας και πλειοψηφίας που προβλέπονται στο καταστατικό της, αποφασίσει/εγκρίνει το περιεχόμενο μιας τέτοιας ρύθμισης.

Ακριβώς ενόψει αυτού, ίσως καθαρότερη αλλά και νομικά ορθότερη -και σαφώς πιο θαραλλέα και έντιμη- θα ήταν είτε η σιωπή του νόμου για το θέμα είτε η ρητή αναγνώριση της αναρμοδιότητάς του επ΄αυτού, με ρητή παραπομπή στα εκάστοτε σχετικώς οριζόμενα στο καταστατικό της Ομοσπονδίας.

5. Οι καιροί είναι τέτοιοι που δεν επιτρέπουν ούτε μισόλογα ούτε ωραιοποιήσεις. Μόνο αν δούμε ξεκάθαρα την πραγματικότητα θα μπορέσουμε επιτέλους να φτάσουμε στις σωστές και αναγκαίες αποφάσεις. Ακόμη κι αν χρειαστεί να διαλυθούν φορτισμένες από το παρελθόν συλλογικές ψευδαισθήσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως ευδοκιμούν στον τόπο μας, ιδίως στους ανυποψίαστους μη ειδικούς.

Ο Παναγιώτης Περάκης είναι δικηγόρος, πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για τον νέο αθλητικό νόμο

* 5. Recognising that sports occurs within the framework of society, sports organisations within the Olympic Movement shall have the rights and obligations of autonomy, which include freely establishing and controlling the rules of sports, determining the structure and governance of their organisations, enjoying the right of elections free from any outside influence and the responsibility for ensuring that principles of good governance be applied.

…………………………………………………………………………………………

7. Belonging to the Olympic Movement requires compliance with the Olympic Charter and recognition by the IOC.