Εως την ημέρα που ο Μπαράκ Ομπάμα θα υποδεχθεί στο κατώφλι του Λευκού Οίκου τον διάδοχό του απομένουν ακόμη 85 ημέρες. Το ημερολόγιο τότε θα γράφει 20 Ιανουαρίου 2017. Στην ουσία, όμως, το αντίο του πρώτου αφροαμερικανού προέδρου στην Ιστορία των ΗΠΑ θα ακουστεί σήμερα. Γιατί από μια άποψη, η χθεσινή δεν ήταν μόνο η ημέρα της εκλογής του νέου προέδρου. Ηταν και η ημέρα της κρίσης του παλαιού. Και πώς κρίνονται οι δύο θητείες του Μπαράκ Ομπάμα, ενός προέδρου για τον οποίο ο πιο Ρεπουμπλικανός αρθρογράφος των «Νιου Γιορκ Τάιμς» έγραψε πριν από μερικούς μήνες ότι μας λείπει ήδη;

Ψύχραιμη αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνει ασφαλώς πριν περάσουν πολλά χρόνια και μερικές γενιές. Η Ιστορία, με άλλα λόγια, θα δώσει τις δικές της απαντήσεις για τις επιδόσεις στην οικονομία, τις υποσχέσεις που τηρήθηκαν και εκείνες που έμειναν υποσχέσεις, τους πολέμους που έγιναν ή δεν έγιναν και την ειρήνη που χάθηκε. Οπως όμως σημειώνει ο Βιτόριο Τζουκόνι της «Ρεπούμπλικα», ο απερχόμενος πρόεδρος είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Ο Ομπάμα δεν εξελέγη χάρη στις υποσχέσεις που έδωσε. Εξελέγη επειδή ήταν ο ίδιος μια υπόσχεση. Ηταν η προσωποποίηση ενός ονείρου –του ονείρου μιας Αμερικής που δεν θα έκρινε έναν άνθρωπο από το χρώμα του δέρματός του, αλλά από αυτό που είναι.

Αυτή η υπόσχεση τηρήθηκε. Μόνο που τηρήθηκε εν μέρει αφήνοντας μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, εκείνη την «απόσταση που έχουμε ακόμη να τρέξουμε μέχρι να ξεκουραστούμε» όπως είχε πει ο ίδιος ο Ομπάμα παραφράζοντας τον αμερικανό ποιητή Ουόλτ Ουίτμαν και την αγωνία του αποχαιρετισμού. Ο Ομπάμα, γράφει ο ανταποκριτής της ιταλικής εφημερίδας και μια από τις καλύτερες πένες του ιταλικού Τύπου, άλλαξε για πάντα την ιστορία της αμερικανικής προεδρίας με την εκλογή του –την εκλογή ενός ανθρώπου στις φλέβες του οποίου τρέχει το αίμα των μιγάδων. Δεν άλλαξε όμως την Αμερική. Ναι, βελτίωσε κατά τι ένα σύστημα υγείας που απέκλειε εκατομμύρια ασθενείς από τις υπηρεσίες του. Δεν έλυσε όμως συγκρούσεις που κληρονόμησε. Ναι, παρέλαβε μια κατεστραμμένη οικονομία και την παραδίδει σχετικά υγιή. Απέτυχε όμως να παραδώσει τη χώρα πιο ενωμένη από ό,τι την είχε παραλάβει.

Ο διχασμός και το μίσος. Στην πραγματικότητα, η Αμερική δεν ήταν ποτέ τόσο διχασμένη. Οχι μόνο ανάμεσα στους λευκούς και στους μαύρους ή στους ισπανόφωνους. Αλλά και ανάμεσα στους περισσότερο και λιγότερο μορφωμένους, ανάμεσα σε αυτούς που πλουτίζουν χάρη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και εκείνους που ασφυκτιούν από την ανασφάλεια που εξασφαλίζουν οι δουλειές του ποδαριού, ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο, ανάμεσα στις γυναίκες των μητροπόλεων και της επαρχίας. Η προεδρία του συνοδεύτηκε από δονήσεις πραγματικού μίσους. Και έδωσε χώρο σε μια υπόσχεση για ρεβάνς, την οποία ενσάρκωσε ο Ντόναλντ Τραμπ.

Με λίγα λόγια, είναι μια αλήθεια ότι αυτή την οκταετία του Μπαράκ Ομπάμα στο αμερικανικό έδαφος εμφανίστηκαν περισσότερες ρωγμές από όσες έκλεισε ο ίδιος ως πρόεδρος. Δεν είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι κάποιες από αυτές τις ρωγμές προκλήθηκαν ακριβώς επειδή ο ίδιος ήταν μαύρος και το μεσαίο όνομά του ήταν Χουσεΐν; Επειδή η Αμερική του Tea Party δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει ότι στον Λευκό Οίκο έμπαινε κάποιος που –μα το λένε στο Διαδίκτυο –ήταν μουσουλμάνος αν όχι ο ίδιος ο αντίχριστος αυτοπροσώπως; Είναι ένα χάσμα που προκάλεσε η φυσική παρουσία του Ομπάμα, ένα μίσος που γεννήθηκε από τον ίδιο αλλά όχι εξαιτίας του. Και είναι ένα μίσος που στάθηκε αδύνατο να διαβρώσει ακόμη και αυτός ο κάπως ευαγγελικός λόγος του, η πίστη του στην ηθική, στην εντιμότητα, στη σωστή πλευρά των πραγμάτων.

Η τελευταία μάχη. Μένει η πίστη του στην Αμερική των δημοκρατικών αξιών, των ανοιχτών οριζόντων, της ελπίδας και όχι του φόβου, της ανοχής και όχι της μισαλλοδοξίας. Ο Τζουκόνι παρατηρεί ότι κανένας άλλος εν ενεργεία πρόεδρος δεν ξόδεψε τόση πολλή ενέργεια για την προεκλογική καμπάνια κάποιου άλλου υποψηφίου. Μίλησε στη Φλόριδα και στη Νεβάδα, στο Οχάιο και στη Βόρεια Καρολίνα, στο Νιου Χαμσάιρ και στο Μίτσιγκαν. Ηταν μια απελπισμένη ελεγεία προς τον εαυτό του, η αγωνία του να εκλεγεί η Χίλαρι Κλίντον για να ερμηνευθεί αυτή η εκλογή και ως δική του επιδοκιμασία, που τον ώθησε σε μια τέτοια φρενήρη κούρσα; Ιδρωσε για να βοηθήσει τη Χίλαρι να νικήσει; Ή για σώσει, με τη δική της νίκη, τον εαυτό του;

Μπορεί όλα αυτά και να ίσχυαν αν απέναντι δεν ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ομπάμα έδωσε τη μάχη, την τελευταία του μάχη, για τη δική του Αμερική. Ακόμη και αν είναι η Αμερική που δεν κατάφερε να ενώσει, όπως είχε υποσχεθεί από το Σικάγο λίγες ώρες μετά την εκλογή του τέτοιες ημέρες πριν από χρόνια. Τις ημέρες που ο κόσμος έμοιαζε ξαφνικά πιο φωτεινός από όσο είχε φανεί πολλές εκλογές πριν και από όσο θα φανεί στο μέλλον.