«Sieranevada»: Το χιούμορ είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε στους χαβαλέδες. Και ο Κρίστι Πούιου, ο ρουμάνος κινηματογραφιστής της αριστουργηματικής «Οδύσσειας του κυρίου Λαζαρέσκου», παρουσιάζει ένα δράμα που μέσα σε τρεις ώρες αποδομεί όχι μονάχα το μοντέλο της οικογένειας, αλλά και το βαθύ μεταπολιτευτικό τραύμα της χώρας.

Το στόρι έχει ως εξής: Εχουν περάσει σαράντα μέρες από τον θάνατο του πατέρα τού Λάρι που σχεδιάζει να περάσει ένα σαββατόβραδο με την οικογένειά του (που περιλαμβάνει κοντινούς αλλά και μακρινούς συγγενείς). Ολοι μαζί θα φάνε και θα τιμήσουν τον εκλιπόντα. Το φαΐ τελικά έρχεται μόλις δυόμισι ώρες μετά τα credits της αρχής –άλλωστε ο θεατής χρειάζεται τουλάχιστον μία ώρα μέχρι να αντιληφθεί τον βαθμό συγγένειας του καθενός. Ο Πούιου δεν κάνει και πολλά για να μας βοηθήσει. Ουσιαστικά, είμαστε αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν «a fly on the wall» –οι αόρατοι παρατηρητές μιας συνθήκης, εντός της οποίας όμως υπάρχει ένα ολοζώντανο αφήγημα.

Η ιδιοφυΐα του Πούιου έγκειται στην απλή μετατόπιση του οπτικού εκείνου σημείου που καταγράφει ρεαλιστικά την πραγματικότητα: λίγο να το κουνήσεις και ξαφνικά αποκαλύπτεται όλη η νοσηρή παράνοια που κρυβόταν πίσω της αλλά ποτέ σου δεν είχες παρατηρήσει, γιατί ποτέ δεν είχες τη φαϊνή ιδέα να τσεκάρεις την πραγματικότητα από το πλάι. Αυτή όμως η λοξή ματιά μεταμορφώνεται σε πραγματική ακτινογραφία και καθώς οι αστικές αυτές ιεροτελεστίες, τόσο σημαντικές για την οικογενειακή συνοχή, αποτελούνται από μικρές αλληλο-εξουδετερώμενες ψηφίδες, η κάμερα μοιάζει να παρακολουθεί μια σειρά εξόχως στημένων αλυσιδωτών αντιδράσεων.

Πότε αισθανόμαστε εξαιρετικά άβολα. Αλλες στιγμές πάλι πεθαίνουμε στο γέλιο. Αυτή η εναλλαγή μοιάζει να μην υπακούει στους τυπικούς δραματουργικούς κώδικες, ενώ η τρίωρη διάρκεια δημιουργεί ένα ολοένα και αυξανόμενο συναίσθημα δυσφορίας που το χιούμορ έρχεται να αποφορτίσει. Και το γέλιο του Λάρι στο τέλος, γέλιο που χάρη στην αφήγηση του Πούιου μπορούμε να συναισθανθούμε, μοιάζει ιδανικό επιστέγασμα μιας τραγικής φάρσας (ή μιας γελοίας τραγωδίας), στα χνάρια της οποίας ενδέχεται να βρούμε πολλά κοινά.

Βαθμοί: 8

Τρυφερό

«Καρδιά βουνό»: Ο αγαθός γίγαντας που ενσαρκώνει ο Γκούναρ Τζόνσον (όχι και τόσο άγνωστη φιγούρα στους φίλους του ισλανδικού σινεμά –τον είδαμε πρόσφατα και στους υπέροχους «Δεσμούς αίματος») συγκεντρώνει όλα τα παραμυθένια χαρακτηριστικά ενός τέτοιου ήρωα –που όμως έρχονται σε σύγκρουση με το χιονισμένο αστικό τοπίο. Ο ίδιος μοιάζει ολοκληρωτικά παραιτημένος, μέχρι που μια τυχαία γνωριμία αλλάζει ριζικά τη ζωή του. Και ο τόνος της όμορφης αυτής ταινίας δεν γίνεται ποτέ γλυκερός –το χιόνι μπορει να αφθονεί στο φιλμ, αλλά η ζεστασιά που κουβαλάς φεύγοντας από την αίθουσα είναι εξίσου αποτελεσματική.

Βαθμοί: 7

Χάος και αλληγορία

«Θάνατος στο Σαράγεβο»: O διδακτικός τόνος του Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, τόσο άμεσα συνδεδεμένος με το πρωτότυπο θεατρικό του έργο, μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, παρά τις προσπάθειες του σπουδαίου Ντάνις Τάνοβιτς να εμφυσήσει μια γερή δόση κινηματογραφικής τρέλας στα τεκταινόμενα. Εδώ, το ξενοδοχείο Ευρώπη στο Σαράγεβο προετοιμάζεται για το γκαλά της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με τα 100 χρόνια από τη δολοφονία του αρχιδούκα Φρανς Φέρντιναντ. Αλλά το δυσαρεστημένο προσωπικό του σχεδιάζει να απεργήσει, ενώ στην οροφή του ξενοδοχείου η δημοσιογράφος Βεντράνα διεξάγει συνεντεύξεις με τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ, απόγονο του δολοφόνου του αρχιδούκα. Τα πάντα δείχνουν έτοιμα να εκραγούν και η steadycam δίνει και παίρνει μέχρι την αναμενόμενη κωμικοτραγική κατάληξη.

Βαθμοί: 6

Για χαβαλέ

«Jack Reacher: Ποτέ μη γυρίζεις πίσω»: Μπορεί η πρώτη ταινία να μην τα πήγε και τόσο καλά στα ταμεία, αλλά η αλήθεια είναι πως ο ήρωας αυτός έχει πλάκα. Επίσης, η πρώτη ταινία διέθετε και έναν Βέρνερ Χέρτσοκ στον ρόλο του «αρχικακού». Εδώ, δυστυχώς, Χέρτσοκ δεν έχουμε. Εχουμε όμως (πάλι) Τομ Κρουζ που προσπαθεί να ξεσκεπάσει μια σκευωρία με τη βοήθεια της ταγματάρχισσας Τέρνερ και μιας 15χρονης που μπορεί να είναι και κόρη του. Σεναριακά πρόκειται περί μπάχαλου, μην το ψάχνετε –άλλωστε ούτε η ταινία δείχνει να πολυενδιαφέρεται. Οι κασκάντες όμως είναι καλές, οι σκηνές συμπλοκής καλογυρισμένες και οι ατάκες δουλεμένες. Μέχρι εκεί.

Βαθμοί: 5

Ομορφο και κούφιο

«Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς»: Εκ μυθιστορήματος προερχόμενο, φωτογενές και δακρύβρεχτο: Λίγα χρόνια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μάικλ Φασμπέντερ παντρεύεται την Αλίσια Βικάντερ. Ζουν ήσυχα σε ένα μικρό νησάκι κοντά σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Αυστραλίας, όπου ο πρώτος είναι φαροφύλακας. Βασανισμένοι από πολλά, βρίσκουν ένα φαινομενικά εγκαταλειμμένο μωρό σε μια βάρκα που ξεβράζεται στο νησάκι, το οποίο και αποφασίζουν να το παρουσιάσουν σαν δικό τους. Μέχρι που εμφανίζεται η Ρέιτσελ Βάις και το δράμα παίρνει επιτέλους μπρος –είναι όμως πολύ αργά για ένα μελό δίχως διαρθρωμένους ήρωες.

Βαθμοί: 5