Υστερα από μια εντυπωσιακή πορεία σε διεθνή φεστιβάλ, είδαμε κι εμείς το «Park»: χώμα, σκουριά, αίμα, απόγνωση. Και μια εκκωφαντική απουσία τρυφερότητας. Με αυτά τα πρώτα υλικά και τοποθετώντας τον μύθο της σε ένα ετοιμόροπο Ολυμπιακό Χωριό, η Σοφία Εξάρχου κινηματογραφεί το πορτρέτο μιας χώρας που ψυχορραγεί. Παιδιά που περιφέρονται ανάμεσα στα ερείπια επικοινωνώντας λιγότερο με τις λέξεις και περισσότερο με το σώμα (από ένα σημείο και μετά οι διάλογοι διαμορφώνουν ένα ηχητικό τείχος όπου το μόνο που ξεχωρίζει είναι η αγριότητα της εκφοράς τους), αυτοσχέδια παιχνίδια που τεστάρουν τις αντοχές τους στον πόνο και την ταπείνωση, σεξ χωρίς συναίσθημα, συναισθήματα χωρίς αποδέκτη. Με το πρώτο πλάνο η Εξάρχου αποδεικνύει την αιχμή της σκηνοθετικής της ματιάς: Δεν υπάρχει ούτε νεύμα που να σε «πετάει έξω» από το σύμπαν της ταινίας, ούτε σκηνή που να ξεστρατίζει από τον ρεαλισμό των καταστάσεων. Ερμηνείες, sound design, φωτογραφία, μοντάζ, όλα εξόχως στημένα και δουλεμένα. Ομως, από το πρώτο μισό και μετά ο θεατής αναζητά ένα αφήγημα. Αδυνατώντας να το εντοπίσει στην πλοκή, ψάχνει στις σημάνσεις. Κάθε σκηνή όμως υπογραμμίζει το ίδιο πράγμα, ξανά και ξανά, μέχρι που φτάνουμε στην περίφημη σεκάνς του στριπτίζ για την οποία όλοι μιλούν αυτές τις μέρες στην πόλη: Αν το «Park» συναντά κάπου τον Λάρι Κλαρκ (όπως έχει γραφτεί από πολύ κόσμο) είναι σ’ αυτόν ακριβώς τον διδακτισμό. Ο αμερικανός σκηνοθέτης άλλωστε δεν αρνήθηκε ποτέ πως είναι ηθικολόγος.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΥΘΑΡΑΣ. Την ίδια στιγμή, η «Ευτυχία» του Χρήστου Πυθαρά μας μεταφέρει σε χώρους οικείους: Εξάρχεια, Ακαδημίας, γνώριμα μπαράκια, ένα σύμπαν το οποίο αναγνωρίζουμε και μια ηρωίδα, που ενσαρκώνει η Ξανθή Σπανού, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης μετά τις επίμονες κρούσεις ενός άγνωστου άντρα που την παρακολουθεί. Μπορεί βέβαια όλα αυτά να αποτελούν απλώς αποκύημα της φαντασίας της, όπως στην «Αποστροφή» του Πολάνσκι, αλλά η ταινία του Πυθαρά προσπαθεί να εντοπίσει και τον τρόμο στην αμφισημία της αλλά και το χιούμορ στην καταγραφή αυτής της κοινής μας καθημερινότητας. Δύσκολο όμως να κρατήσεις ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο ταμπλό. Τις στιγμές όμως που η ταινία βρίσκει τον στόχο της, στρογγυλοκάθεσαι. Και η επιλογή τής –πρωτοεμφανιζόμενης στον κινηματογράφο –Σπανού εξαιρετική: Η αξιοθαύμαστη πρωταγωνίστρια σηκώνει την ταινία στις πλάτες της, πολλές φορές καλύπτοντας τις όποιες σκηνοθετικές της αδυναμίες.

ΚΑΡΟΛΟΣ ΖΩΝΑΡΑΣ. Ο «Πέντρο Νούλα» του Κάρολου Ζωναρά πάλι μπορεί και να είναι η πιο αταξινόμητη ελληνική ταινία της διοργάνωσης. Στα πρώτα πέντε λεπτά, ένας νεαρός άνδρας σώζεται ως εκ θαύματος ύστερα από ένα θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα στην Εθνική Οδό. Οταν όμως συνέρχεται, δεν ξέρει πλέον ποιος είναι. Και αναζητώντας την ταυτότητά του έρχεται αντιμέτωπος με λαϊκές τραγουδίστριες, μαφιόζους, πρώην πορνοπαραγωγούς και μπράβους της νύχτας σε ένα φιλμ νουάρ που δεν έχει κανένα πρόβλημα να υπερτονίσει τις επιρροές του: στο πρώτο πλάνο, ο ήρωας διαβάζει το «Out of the past» (όπου και στηρίχτηκε το ομώνυμο φιλμ του Ζακ Τουρνέρ). Είναι μια ταινία παράξενη, που ποτέ δεν ξέρεις πότε αστοχεί και πότε φαλτσάρει ηθελημένα (βοηθά και η υπέροχη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη που συνεισφέρει σ’ αυτό το παιχνίδισμα), αλλά αυτή είναι εντέλει και η γοητεία της. Ναι, ξέρω, κάποιοι ενδέχεται και να την απορρίψουν πριν καν ασχοληθούν μαζί της –αλλά δεν συμφωνώ: Σε μια κινηματογραφία όπου η οικονομική κρίση εξακολουθεί να μας εμπνέει, νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε λίγο χώρο και γι’ αυτό το σινεμά.