Δεν θα είχε καμιά σημασία ο σχολιασμός περιστατικών όπως αυτά ακριβώς που πρόκειται να σημειώσουμε, αν δεν ήταν πάρα πολλοί όσοι θα έχουν παρατηρήσει τα ίδια ακριβώς ή αντίστοιχα περιστατικά να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια τους. Και μάλιστα με περισσότερη οργή ή θυμό να βράζει μέσα τους από όση κριτική διάθεση αισθανόμαστε εμείς ως το κύριο μέλημά μας στο σημερινό σημείωμα. Παρατηρώντας από την αρχή ακόμη –χωρίς να εκφράζεται κανενός είδους ρατσισμός –πως η βωμολοχία, όσο και αν είναι απαράδεκτη στο στόμα ενός άνδρα, όταν εκφέρεται και μάλιστα δημόσια από τα χείλη μιας γυναίκας μοιάζει να θίγει κάτι πολύ περισσότερο από τους κανόνες μιας κοινωνικής ευπρέπειας.

Φαίνεται να προσβάλλει κατευθείαν στην καρδιά την έννοια της χειραφέτησης, ότι δηλαδή διεκδικήθηκε κάποτε η τελευταία για λόγους αγοραίους, πεζοδρομιακούς. Δεν θα μείνουμε μόνο στο όλο και συχνότερα επαναλαμβανόμενο από το στόμα γυναικών, τα τελευταία χρόνια, «στ’ αρχίδια μου», κυρίως όταν τάχα μου, εκτός εαυτού με την υποτίμηση που τους γίνεται, θέλουν να δείξουν ότι αισθάνονται πως έχουν εξισωθεί με τους άντρες. Παρά το βάρος μιας αντίστοιχης συμπεριφοράς, τρία ακούσματα που έφτασαν στα ίδια μας τα αφτιά σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες μάς έκαναν να σκεφτούμε πως κάτι έχει αλλάξει βαθιά στην κοινωνία μας που ούτε αμελητέο ούτε ανώδυνο μπορεί να λογαριαστεί.

Με το πρώτο να έχει γίνει αντιληπτό από είκοσι το λιγότερο ανθρώπους, όταν στην έξοδο ενός θεάτρου μια υπέρμετρα κομψή και περιποιημένη, γύρω στα πενήντα της χρόνια, γυναίκα έλεγε σε μια φίλη της «μα τι σκατά επιτέλους είχε αυτή η διανομή και δεν μου άρεσε καθόλου;». Με τα δύο επόμενα ακούσματα να τα έχουμε εισπράξει από το πρωί ώς το μεσημέρι της επόμενης μέρας, όταν μια ώριμη ηλικιακά γυναίκα, που συνοδευόταν μάλιστα από έναν άντρα, την ακούσαμε, όπως και όλοι όσοι ήταν γύρω της, σε κεντρικότατο δρόμο, στην Ερμού, να λέει στο κινητό της μιλώντας δυνατά και γελώντας -σε φίλη; Σε γνωστή; –«μου είπε πως θα με γαμήσει αν δεν υπογράψω το συμβόλαιο ώς το μεσημέρι της Παρασκευής», ενώ μια άλλη –πολύ νεότερη –στην Πλατεία Κολωνακίου κραύγαζε σχεδόν: «Τους πιάσαμε τον κώλο. Διαμπερές, ρετιρέ, διακόσια πενήντα τετραγωνικά, μας το δώσανε για 1.400 ευρώ».

Συλλαμβάνει κανείς τον εαυτό του σε τόσο ακραίες συμπεριφορές στον δρόμο, να κοντοστέκεται μήπως και καταλάβει με τι είδους ανθρώπους έχει να κάνει, ποιες είναι οι σπουδές τους, πώς θα συμπεριφέρονται στους δικούς τους, αν θα έχουν συγκινηθεί με τις «Τρωάδες» και το «Σινεμά ο Παράδεισος», αν θα έχουν διαβάσει τον Βάρναλη και τον Ρίτσο. Και τρομάζει. Αν όντως έχουν συμβεί όλα αυτά, σε τι ωφέλησαν ώστε να υπάρχουν άνθρωποι που λογαριάζουν τους δρόμους ως έναν χώρο που νομιμοποιεί συμπεριφορές ανεπίτρεπτες ακόμη και μέσα στο δωμάτιο ενός σπιτιού;

Ή ακόμη χειρότερα –έτσι τουλάχιστον φαίνεται –να λογαριάζεις πως ό,τι κανονικά θα σε χαρακτήριζε ως χυδαίο, τώρα σε μεταβάλλει έστω για λίγα λεπτά σε ένα είδος σταρ.