Είναι από τις εξελίξεις που δεν προσέχουμε ιδιαίτερα στην Ελλάδα αν και έχουν σοβαρές συνέπειες για τη χώρα. Το περιφερειακό Κοινοβούλιο της γαλλόφωνης Βαλονίας στο Βέλγιο, μιας περιοχής 3,5 εκατ. ατόμων, υπέβαλε την Ευρωπαϊκή Ενωση σε βασανιστική διαπραγματευτική γυμναστική αρνούμενο αρχικά να υποστηρίξει την οικονομική και εμπορική συμφωνία ΕΕ – Καναδά (CETA), με αποτέλεσμα να καθυστερήσει την υπογραφή της.
Η συμφωνία αυτή καθώς και η παρεμφερής με τις ΗΠΑ (Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων – ΤΤΙΡ) έχουν προκαλέσει εντονότατες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο από συνδικάτα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, πολιτικά κόμματα, κοινωνικούς φορείς. Θεωρείται ότι οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνουν παραβιάζουν βασικά εργατικά δικαιώματα, τους κανόνες προστασίας των καταναλωτών και του περιβάλλοντος, ενώ επιβάλλουν ένα κανονιστικό καθεστώς που ευνοεί κυρίως τους επιχειρηματικούς κολοσσούς της Βόρειας Αμερικής (Καναδάς – ΗΠΑ) εις βάρος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Οι ενστάσεις αυτές μαζί με ένα περίπλοκο και προβληματικό σύστημα επίλυσης δικαστικών διαφορών οδήγησαν το Κοινοβούλιο της Βαλονίας στο αρχικό μπλοκάρισμα της συμφωνίας με τον Καναδά και στο ουσιαστικό πάγωμα των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πρώτα απ’ όλα, εκφράζουν τη βαθύτατη δυσπιστία τμημάτων της ευρωπαϊκής κοινωνίας απέναντι στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και της ελευθερίας του εμπορίου. Εγγράφεται δηλαδή στην ίδια διαδικασία που έχει οδηγήσει στη δημοψηφισματική απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Brexit), την ενίσχυση των εθνολαϊκιστικών και ευρωαπορριπτικών δυνάμεων και τη γενικότερη αμφισβήτηση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Δεύτερον, πιστοποιούν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση ουσιαστικά έχει περιέλθει σε θέση που αδυνατεί να συνάψει γρήγορα και αποτελεσματικά εμπορικές συμφωνίες και να διαχειρισθεί συνεκτικά την εξωτερική εμπορική πολιτική της, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται η θέση και ο ρόλος της, πολιτικός και οικονομικός, στο παγκόσμιο σύστημα. Και βεβαίως, αν αδυνατεί να συνάψει συμφωνία με Καναδά και ΗΠΑ, είναι εξόχως προβληματικό αν θα μπορέσει να συνάψει άλλες παρόμοιες συμφωνίες όπως με το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit.
Από μια διαφορετική οπτική, όμως, η περίπτωση CETA δείχνει ότι τα εθνικά, ακόμη και τα περιφερειακά Κοινοβούλια θέλουν από εδώ και πέρα να έχουν (ισχυρό) ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ και αυτό θα πρέπει να προβληματίσει και την Ελλάδα για οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία, είτε αυτή αφορά την ελάφρυνση του χρέους είτε το ενδεχόμενο ενός τέταρτου Μνημονίου.
Πάντως, και ενώ τα εθνικά Κοινοβούλια θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουν λόγο στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής της ΕΕ, είναι παράλογο ένα και μόνο περιφερειακό Κοινοβούλιο μιας περιοχής 3,5 εκατ. κατοίκων σε μια Ενωση 510 εκατ. να οδηγεί το όλο σύστημα σε πλήρη παράλυση. Αυτό δεν είναι δημοκρατία. Είναι ανάγκη να διορθωθεί (και υπάρχουν πολλοί τρόποι γι’ αυτό).
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών