Είναι άνδρας, λευκός, άνω των 45 χρόνων, αν όχι άνω των 65 χρόνων. Είναι απόφοιτος Δευτεροβάθμιας ή και Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου, με εισόδημα που κυμαίνεται μεταξύ 50.000 και 90.000 δολαρίων ετησίως, κάτοικος μικρής πόλης ή και αγροτικής περιοχής. Είναι συντηρητικός στις πολιτικές του πεποιθήσεις, ευαγγελικός ή αναγεννημένος χριστιανός –πηγαίνει τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα στην εκκλησία. Είναι παντρεμένος, σίγουρα όχι μέλος της ΛΟΑΤ κοινότητας. Εχει κάνει στρατιωτική θητεία και είναι πεπεισμένος πως η Αμερική πηγαίνει κατά διαβόλου και πως η κατάσταση της οικονομίας είναι κακή.

Τα θέματα που τον απασχολούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι πρωτίστως η μετανάστευση και δευτερευόντως η τρομοκρατία. Θέλει να απελαθούν οι περισσότεροι παράτυποι μετανάστες που ζουν στις ΗΠΑ, υποστηρίζει με όλη του την καρδιά την ανέγερση ενός τείχους κατά μήκος των συνόρων με το Μεξικό. Θεωρεί πως η οικογενειακή του οικονομική κατάσταση έχει χειροτερεύσει και πιστεύει πως η ζωή για την επόμενη γενιά των Αμερικανών θα είναι ακόμα χειρότερη. Πιστεύει πως οι εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες κλέβουν δουλειές από τους Αμερικανούς. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του εμπνέει οργή και θεωρεί πως ο Μπαράκ Ομπάμα απέτυχε παταγωδώς. Δεν ψήφισε τόσο υπέρ ενός υποψηφίου όσο εναντίον όλων των υπολοίπων.

Ως μεγαλύτερο προσόν ενός προεδρικού υποψηφίου δεν θεωρεί την εμπειρία, τη σωστή κρίση ούτε καν το ενδιαφέρον του για ανθρώπους όπως αυτός, αλλά την ικανότητά του να «φέρει την αναγκαία αλλαγή». Αποφάσισε ποιον θα ψηφίσει μέσα στον Οκτώβριο ή και την τελευταία εβδομάδα. Είναι ο απόλυτος ψηφοφόρος του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου, αυτός που σύμφωνα με την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων, του χάρισε προχθές τη νίκη ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά και σοκάροντας μεγάλο κομμάτι του πλανήτη.

Ενας από τους λόγους για τους οποίους νίκησε ο Τραμπ την Κλίντον είναι ότι κατάφερε να οικοδομήσει μια συμμαχία ψηφοφόρων που δεν είχαν υποστηρίξει τόσο ενθουσιωδώς Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους στο παρελθόν. Κατάφερε να επικρατήσει σε πολλές αμφίρροπες πολιτείες, πρωτίστως χάρη στη δύναμή του, και στην αδυναμία της δημοκρατικής υποψήφιας, μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων. Στις κομητείες με πληθυσμό τουλάχιστον 85% λευκό νίκησε την Κλίντον με 62% – 33%. Η τελευταία δεν κατάφερε ούτε καν να πλησιάσει το 41% της λευκής ψήφου που είχε εξασφαλίσει το 2012 ο Μπαράκ Ομπάμα. Και παρότι οι Αφροαμερικανοί, οι ισπανόφωνοι και οι ασιατικής καταγωγής πολίτες τη στήριξαν σε μεγάλα ποσοστά, δεν το έκαναν με την ίδια ζέση που στήριξαν τον Ομπάμα προ τετραετίας.

Σε πείσμα του σεξισμού και μισογυνισμού που επέδειξε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος ελάχιστο έδαφος έχασε μεταξύ των Αμερικανίδων σε σύγκριση με τις εκλογές του 2012, ενώ σαφώς κέρδισε έδαφος μεταξύ των ανδρών. Και παρότι παραδοσιακά οι ψηφοφόροι χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων τείνουν να ψηφίζουν Δημοκρατικούς ενώ οι πλουσιότεροι ψηφοφόροι Ρεπουμπλικανούς, αυτή τη φορά ο Τραμπ εξασφάλισε 52% των ψήφων στις κομητείες όπου το μέσο ετήσιο εισόδημα κυμαίνεται από 25.000 έως 30.000 δολάρια, έναντι 43% υπέρ της Κλίντον –ενώ ο Ομπάμα είχε επικρατήσει στις κομητείες αυτές το 2012 με μία ποσοστιαία μονάδα. Ο Τραμπ τα πήγε επίσης πολύ καλύτερα από τους Ρεπουμπλικανούς προκατόχους του μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση και εξασφάλισε ποσοστό μεγαλύτερο του 70% στις κομητείες με πληθυσμό μικρότερο των 20.000 κατοίκων.