Ενας τρόπος να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών είναι να δει κανείς την ταυτότητα εκείνων που συνεχάρησαν πρώτοι τον νικητή. Εχουμε και λέμε λοιπόν. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν εξήρε τον «ελεύθερο αμερικανικό λαό». Στη Βρετανία, ο Νάιτζελ Φάρατζ δήλωσε έτοιμος να εργαστεί για τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο στις Βρυξέλλες. Στη Γερμανία, η Φράουκε Πέτρι τουίταρε ότι αυτή η νύχτα αλλάζει την Αμερική, την Ευρώπη και τον κόσμο. Στη Ρωσία, ο Πούτιν δεν προλάβαινε να ανοίγει βότκες. Και στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα, οι δύο πρώτοι που συνεχάρησαν τον Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο Φαήλος Κρανιδιώτης και ο Πάνος Καμμένος.
Τα κοινά γνωρίσματα όλων των παραπάνω είναι ο λαϊκισμός –που συχνά προσεγγίζει τον φασισμό -, ο αντιευρωπαϊσμός και τα αρνητικά αισθήματα προς τους μετανάστες. Ο θρίαμβος αυτού του «τσαρλατάνου, ρατσιστή, κατά συρροή ψεύτη, μισογύνη και αποτυχημένου δισεκατομμυριούχου» –όπως χαρακτηρίζει τον Τραμπ ο αμερικανός συγγραφέας Τζέρομ Τσάριν –αποτελεί για τη Διεθνή του λαϊκισμού την πρώτη νίκη σ’ έναν πόλεμο που θα αλλάξει τον κόσμο. Εναν πόλεμο όπου ο αντίπαλος δεν είναι στην πραγματικότητα οι «ελίτ», κι αυτοί στην ελίτ ανήκουν. Ο αντίπαλος είναι οι δυτικές αξίες, η αλληλεγγύη, η ανεκτικότητα, η δικαιοσύνη. Αυτοί που τις υπερασπίζονται και τις ενσαρκώνουν. Οπως κι αυτοί που προστατεύουν τον Αλλο, τους μαύρους, τους ομοφυλόφιλους, τους πρόσφυγες, ακόμη και τις γυναίκες. Οι Αμερικανοί μαύρισαν μια γυναίκα για να εκδικηθούν εκείνους που τους φόρτωσαν επί οκτώ χρόνια έναν μαύρο.
Το αν θα κερδίσουν οι λαϊκιστές αυτόν τον βρώμικο πόλεμο θα εξαρτηθεί από τις αντοχές του αντιπάλου. Γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος τώρα, ειδικά για τους νέους ανθρώπους, είναι η απογοήτευση, η παραίτηση και ο κυνισμός. Η τάση να αλλάξεις χώρα ή να μην κάνεις παιδιά, όπως συμφώνησαν δύο νεαρές Τουρκάλες για τις οποίες έγραφε τις προάλλες ο Εκόνομιστ. Η Χίλαρι Κλίντον δεν θα μπορούσε να το πει πιο καθαρά στην υποδειγματική χθεσινή της ομιλία με την οποία αποδέχθηκε την ήττα της: «Η αποτυχία αυτή πονάει, αλλά σας παρακαλώ, μη σταματήσετε ποτέ να πιστεύετε ότι αξίζει να πολεμάτε για το σωστό». Ετσι είπε, «σας παρακαλώ».