Σύμφωνα με τα Μνημόνια που εφαρμόστηκαν από το 2010 και μετά, η ελληνική οικονομία θα ανέκαμπτε μέσω της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητάς της και τη μετέπειτα αύξηση των εξαγωγών. Θα γινόταν μια ριζική αναδιάρθρωση της οικονομικής δομής της χώρας με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Αν και στην αρχή του προγράμματος προβλεπόταν μια συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, μέσω των αλλαγών θα δημιουργούνταν ένα περιβάλλον που θα προσέλκυε επενδύσεις και σταδιακά η οικονομία θα μετασχηματιζόταν, μπαίνοντας σε τροχιά μακροχρόνιας ανάπτυξης. Στην πράξη, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά: ενώ η χώρα κατάφερε να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα και παρά το κούρεμα του PSI το 2012, το ΑΕΠ μειώθηκε στα επόμενα 7 χρόνια πάνω από 25%. Παράλληλα, το χρέος εκτινάχθηκε στο 175% του ΑΕΠ, η ανεργία στο 23%-25%, οι επενδύσεις – χρηματοδοτήσεις μειώθηκαν δραματικά, ενώ οι οικονομικές προοπτικές είναι ακόμη «ομιχλώδεις».
Στην ουσία, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ», τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους, που στην πορεία όμως δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο), αλλά και από το χαμηλό επίπεδο των θεσμών της χώρας που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη.
Η μόνιμη λύση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους θα εξάλειφε έναν σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας για το μέλλον της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής που επηρεάζει τις επενδύσεις. Αμεσα επίσης θα άνοιγε τον δρόμο για τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα μείωνε τα επιτόκια δανεισμού και θα διευκόλυνε την επιστροφή στις αγορές, δηλαδή την απεξάρτηση της χώρας από Μνημόνια. Το αποτέλεσμα θα ήταν να ενισχυθούν οι πιθανότητες ανάπτυξης το 2017, σύμφωνα με τις προβλέψεις του προσχεδίου προϋπολογισμού 2017. Ομως, η προκαταρκτική συμφωνία για το χρέος δεν έπεισε το ΔΝΤ και τις αγορές ότι έλυσε το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους.
Οπως έχουμε υποστηρίξει σε διάφορες εκθέσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού, μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης. Η διεθνής εμπειρία υποδεικνύει ότι, πρώτον, η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα. Υποδεικνύει, δεύτερον, ότι η αναβολή ή η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης ως μέρους της λύσης στο χρέος μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις, όπως ακριβώς έχει συμβεί από το 2010 και ένθεν στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, όταν το χρέος είναι υπερβολικό και δυσβάστακτο, στο σημείο που κάθε «κέρδος» που προκύπτει από τις μεταρρυθμίσεις (π.χ. την αυξημένη φορολογία) ή τις επενδύσεις κατευθύνεται για την εξυπηρέτησή του μέσω της δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων (αντί να την καρπώνονται οι πολίτες της χώρας), τότε αυτό από μόνο του αποτελεί αντικίνητρο για τη χώρα για να υλοποιηθούν τα βήματα αυτά. Κάτι που έχει άμεση σχέση με την ιδιοκτησία ή ενστερνισμό του προγράμματος.
Χωρίς αμφιβολία, η παρούσα κατάσταση (της συνεχούς ανατροφοδότησης των δανείων με νέα δάνεια) δεν είναι αποτελεσματική, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους δανειστές και επομένως μια σοβαρή ελάφρυνση του χρέους είναι προς όφελος τόσο των δανειστών όσο και της λήπτριας χώρας. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, που στην ουσία έχει αποκλειστεί από τις αγορές χρήματος, διατρέχει τον κίνδυνο να μπει σε μια διαρκή κατάσταση «μη ανοχής» από τους επενδυτές αναφορικά με το χρέος της, ενώ θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωτερικά γεγονότα που μπορούν πολύ εύκολα να επηρεάσουν την εύθραυστη οικονομία της. Καταστάσεις που αν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μπορούν να έχουν συνέπειες σε ευρύτερο πλαίσιο (π.χ. να συμπαρασύρουν κι άλλες χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικά προβλήματα).
Ασφαλώς τίθεται το ερώτημα ποιος θα αναλάβει το κόστος της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Το γεγονός ότι 80% του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια επίσημων δανειστών (διακρατικών θεσμών) δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δραστική «ελάφρυνσή» του. Γενικά, αναδιάρθρωση και περικοπή δημοσίων χρεών γίνεται στο πλαίσιο διεθνών μηχανισμών («Paris Club») πάντοτε σε συνεργασία με το ΔΝΤ. Το κύριο εμπόδιο στην ελληνική περίπτωση είναι ότι η χώρα είναι μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης. Αλλά, αν η Ελλάδα εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της, θα βρεθεί λύση ή έστω η πίεση για λύση θα μετατοπισθεί προς την ΕΕ.
Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων