Δεν χρειάζεται, νομίζω, να ξαναθυμίσω –εξάλλου το έκανα πρόσφατα σ’ αυτή τη θέση με άλλη παραστασιακή και συγγραφική ευκαιρία –πως από την εποχή του Αισχύλου και των άλλων τραγικών το θέατρο είχε πάντα ως πυρήνα τον μικρόκοσμο της οικογένειας, τις δυναμικές συγκρούσεις, τις συναλοιφές ηθών και διανοιών, έτσι ώστε η ανάλυση των αιτίων, των αφορμών και των ελατηρίων να λειτουργεί ως μοντέλο ανίχνευσης και ερμηνείας του μακρόκοσμου, της κοινωνίας, των ιστορικών στιγμών της ανθρωπότητας. Οι Ατρείδες και οι Δαναΐδες, οι πρώτοι δηλαδή δραματουργικοί μύθοι, είναι τα μοντέλα, το πρότυπο της παγκόσμιας θεατρικής ιστορίας. Χρειάζεται να αναφερθώ στους Αμλετ, τους Οθέλλους, τους Ληρ, τους Μάκμπεθ, στις οικογένειες των μολιερικών έργων, των έργων του Γκολντόνι, του Σίλερ και αργότερα σε όλο το ρομαντικό θεατρικό πάνθεον, το νατουραλιστικό, το ρεαλιστικό, το συμβολικό και ώς τις μέρες μας το επικό («Μάνα Κουράγιο») και το λεγόμενο θέατρο του παραλόγου, με εξαίρεση τον Μπέκετ. Από τον Αισχύλο έως τον Ο’Νιλ, τον Ιψεν, τον Ανούιγ, τον Αλμπι και τον Πίντερ ο δραματουργικός πυρήνας, εκρηκτικός και πολυδιασπώμενος, είναι η οικογένεια. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με το νεοελληνικό θέατρο και τις απώτερες ρίζες του, την «Ερωφίλη», τον «Στάθη», τον «Χάση», τον «Βασιλικό», τη «Φαύστα», τη «Στέλλα Βιολάντη», το «Φυντανάκι».

Ο Καμπανέλλης παίρνοντας τη σκυτάλη από τις οικογένειες της φαρσοκωμωδίας (Ψαθάς, Σακελλάριος, Τσιφόρος, Ρούσσος, Πρετεντέρης, Γιαλαμάς), από την «Αυλή των θαυμάτων» έως το έξοχο «Ο δρόμος περνά από μέσα», και οι διάδοχοί του, από τον Ζιώγα και τον Μουρσελά έως τον Μάτεσι, τον Σκούρτη, τον Κεχαΐδη, τον Διαλεγμένο, τον Μανιάτη, την Αναγνωστάκη και τον Χρυσούλη, την οικογένεια κυρίως τη μεταπολεμική έχουν στο στόχαστρο, ως φορέα ηθών, διανοιών, κοινωνικών, οικονομικών, ψυχολογικών προβλημάτων.

Η μεταπολεμική Ελλάδα βγαίνοντας καθημαγμένη από έναν πόλεμο, μια Κατοχή, έναν Εμφύλιο και πίσω τούς ενεργούς ακόμη πολιτικούς που βίωσαν ή υπηρέτησαν βασιλεία και δημοκρατία και τρεις δικτάτορες, με εξορίες, υποτιμήσεις του νομίσματος, ξένες επεμβάσεις, εκτελέσεις και τραμπουκισμούς είναι ένα αδαπάνητο υλικό για πεζογραφία, ποίηση, κινηματογράφο και βέβαια θέατρο.

ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ. Ο Γιώργος Αρμένης ανήκει σ’ αυτή την τραυματική γενιά και ως καλλιτέχνης του θεάτρου και συγγραφέας συγκαταλέγεται στους περίπου δεκαπέντε μετακαμπανελλικούς δημιουργούς. Ο Καμπανέλλης και οι διάδοχοί του έγραψαν και ανέβασαν τα έργα τους όταν είχαν πλέον μετά το 1955 επικρατήσει κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επέτρεπαν (στην αρχή δειλά) την κριτική του συστήματος, την προβολή ιδεών έξω από τον πολιτικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό κανόνα. Οταν μια συντηρητική κοινωνία έχει εστιάσει την ηθική της ιδεολογία στο ιερό τρίπτυχο «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια», δύσκολα μπορεί να αντικρίσει στο θέατρο μια αμφισβήτηση όλων αυτών των ιερών λαβάρων. Ευτυχώς το θέατρο στην Ελλάδα ήταν ενημερωμένο με το διεθνές ρεπερτόριο και κυρίως ο Κουν στο Θέατρο Τέχνης ήδη μέσα στον Εμφύλιο και μετά ανεβάζει Αρθουρ Μίλερ, Τενεσί Ουίλιαμς και άλλους αμερικανούς (υπεράνω για το κατεστημένο σύστημα υποψίας!) συγγραφείς, αλλά εγκαίρως και Μπρεχτ και το λεγόμενο θέατρο του παραλόγου όπου η κριτική του μικροαστισμού (π.χ. Ιονέσκο, Αραμπάλ) είναι ανελέητη.

Μέσα σ’ αυτό το συγγραφικό και αισθητικό σκηνικά κλίμα ανδρώθηκε και πρωταγωνίστησε ο Γιώργος Αρμένης. Ηθοποιός, σκηνοθέτης και για χρόνια, ζώντος του Δασκάλου, δάσκαλος στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Τώρα με το δικό του θεατρικό στέκι στα εμβληματικά Εξάρχεια, τη δική του σχολή, κατά καιρούς ώριμος πια συγγραφέας, μας τροφοδοτεί με τις νέες του δημιουργίες.

Πίσω του ως αφετηρία, σημαδιακή και ως τίτλος, είναι το έργο «Το σόι». Και όλα τα έργα που ακολούθησαν είναι μια συνεχής σπουδή πάνω στις μεταλλάξεις τα τελευταία 50 χρόνια των χαρακτηριστικών της ελληνικής οικογένειας.

Ο Αρμένης είναι Ηπειρώτης. Από την Ηπειρο των βράχων, των πραματευτάδων, των μαστόρων ξεκίνησε όπως τόσοι και τόσοι για να βιοποριστεί ως ναυτικός. Το πώς τον επέλεξε και τον ανέδειξε ο Κουν σαν ένα από τα μπουντένια του θιάσου του είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Κουν καλλιέργησε ως υποκριτικό κώδικα για χρόνια τον νατουραλισμό της ρωσικής (και της αμερικανικής θυγατρικής της) σχολής υποκριτικής. Παράλληλα στην αττική κωμωδία ανέπτυξε μια λαϊκή εκδοχή του εξπρεσιονισμού και στο παράλογο έναν εξηρμένο εξπρεσιονισμό.

Ο Αρμένης βρέθηκε στο μάτι αυτής της εξαίσιας θεατρικής θαλασσοπορίας και όταν αποφάσισε να γράψει θέατρο δεν ήταν ο διανοούμενος γραφιάς, ο ιδεολογικός γκουρού, ήταν ο συγγραφέας που ξεκινούσε από το εργαστήρι τού θεάτρου και τα εργαλεία του, και βέβαια από τις εμπειρίες του. Τον πυρήνα της ελληνικής οικογένειας από το χωριό, την κλειστή κοινότητα, τα ήθη της συντεχνίας και τον λόγο της αυλής και της πλατείας με τον πλάτανο και τη μετάβαση αυτού του κόσμου στην εποχή του Εμφυλίου και της μετανάστευσης στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στην Αυστραλία, την καταφυγή στην Αθήνα, στη χοάνη, στο χωνευτήρι, αλλά και την ισοπέδωση.

Στο τελευταίο έργο του «Ασε να μη μιλήσω καλύτερα» που παίζεται τώρα στο Νέο Ελληνικό Θέατρο στα Εξάρχεια, το έξοχο αμφιθέατρό του, επανέρχεται ξανά με άλλη ματιά, από άλλη γωνία λήψεως, στη νεοελληνική οικογένεια και τις παθογένειές της. Δειλοί άνδρες, δυναμικές γυναίκες, πολιτικοί σαλτιμπάγκοι, κερδοσκόποι και καιροσκόποι, ανήθικα άτομα έτοιμα για τα πάντα και νέα παιδιά αηδιασμένα αλλά ανίσχυρα, χωρίς βοήθεια υγιών θεσμών, παλεύουν να επιβιώσουν σε μια κοινωνία χωρίς έρμα, ιδανικά, θεσμούς στέρεους και κυρίως χωρίς παιδεία.

Ο Αρμένης συνδέει την έως τώρα δραματουργία του με την εμπειρία του από την έξοχη θητεία του στην αριστοφανική ερμηνεία. Στην τυπική ασθενή κοινωνικά οικογένεια του σήμερα βάζει κι έναν γέροντα ετοιμοθάνατο αλλά καθέτως κριτικό, τον Δήμο, μια αμυδρή αλλά καίρια αναφορά στον Δήμο των αριστοφανικών «Ιππέων». Οπως εκεί, έτσι κι εδώ, και ο Αρμένης φαίνεται αισιόδοξος ή ουτοπιστής όπως ο προπάτορας, ο Δήμος αναγεννάται, νεάζει και φέρνει έναν καινούργιο αέρα ζωής.

Ευχή εκφράζει ο συγγραφέας, πόθο, όχι λαϊκιστική εξαγγελία.

Η παράσταση με σκηνικά και κοστούμια του έμπειρου Μετζικώφ, μουσική επιμέλεια της Κατερίνας Αντωνιάδου και βίντεο της Ελένης Πολιτοπούλου έχει ρυθμό, διαγραφή χαρακτήρων με κύρος και συνέπεια και ευθυβολία στόχου. Κατεβαίνει στο κοινό και προβληματίζει. Ο ίδιος ο Αρμένης (Δήμος) δίνει ρεσιτάλ κυρίως αυτοσχεδιαστικού οίστρου.

Ο θίασος είναι ισορροπημένος και οργανωμένος σε ένα αισθητικό κλειδί. Εξοχος ο Φλωκατούλας (συμπεθέρα), ο Ηλίας Ζερβός και ο Χρήστος Ευθυμίου με βαθιές χαράξεις έδωσαν τύπους αναγνωρίσιμους. Ο Μελέτης Γεωργιάδης με αξιοσημείωτο μέτρο, η Ιωάννα Ζιαννή καρατερίστα κύρους, ο Τσάκαλος αποκαλυπτικός και οι νέοι Κατερίνα Αντωνιάδου και Στέλιος Νίνης έτοιμοι επαγγελματίες της σκηνής.

Κείμενο, σκηνοθεσία: Γιώργος Αρμένης

Σκηνικά – κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ

Παίζουν: Γιώργος Αρμένης, Ηλίας Ζερβός, Κώστας Φλωκατούλας, Μελέτης Γεωργιάδης, Χρήστος Ευθυμίου, Ιωάννα Ζιαννή, Κατερίνα Αντωνιάδου, Στέλιος Νίνης, Θανάσης Τσάκαλος

Πού: Νέο Ελληνικό Θέατρο Γιώργου Αρμένη (Σπυρίδωνος Τρικούπη 34 & Κουντουριώτου, Εξάρχεια, τηλ. 210-8253.489)