Το ουγγρικό φιλμ «Δολοφονικά αμαξίδια», το οποίο βραβεύτηκε με τον Χρυσό Αλέξανδρο, κινείται στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ψυχαγωγία από την κινηματογραφοφιλία αποτελώντας μια κωμωδία δράσης για μια συμμορία δολοφόνων καθηλωμένων σε αναπηρικά αμαξίδια. Σημειώστε πως το κοινό ενθουσιάστηκε με την ταινία η οποία άλλαξε όλα τα προγνωστικά, μια και προβλήθηκε λίγο πριν από το τέλος της διοργάνωσης, και έφυγε και με τα βραβεία ανδρικής ερμηνείας για τους νεαρούς πρωταγωνιστές Ζόλταν Φένιβεσι, Σάβολτς Τούροτσι και Ανταμ Φέκετε. Ο Αργυρός Αλέξανδρος κατέληξε στην «Πέτρα της καρδιάς», μια συμπαραγωγή Ισλανδίας και Δανίας, όπου σε ένα απόμακρο ψαροχώρι δύο έφηβοι περνούν ένα ανήσυχο καλοκαίρι καθώς ο ένας προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά ενός κοριτσιού, ενώ ο άλλος ανακαλύπτει πως τρέφει αντίστοιχα αισθήματα για τον κολλητό του. Είναι ένα σίγουρο αφηγηματικό χαρτί οι ιστορίες ενηλικίωσης –και τούτη εδώ είναι από τις καλές. Μιλήσαμε απ’ αυτές τις σελίδες και για τον γιαπωνέζικο «Σπορέα» που πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας για την εξαίσια δουλειά του Γιόσουκε Τακέουτσι, ο οποίος κοντοστέκεται με οξυδερκές μάτι μπροστά σε μια ανθρώπινη τραγωδία. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας επίσης και για τη Σουζούνο Τακενάκα του ίδιου φιλμ –που το μοιράστηκε με τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Park» της Σοφίας Εξάρχου, ομολογουμένως ένα από τα δυνατά σημεία της.

Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΠΑΣΧΟΣ. Το βραβείο καλλιτεχνικής επίτευξης κέρδισε το «Αφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου. Εχω την εντύπωση πως αυτή η ταινία θα μας απασχολήσει για καιρό: ο Πάσχος ολοκληρώνει την πρώτη ίσως καθαρά νεανική ταινία σινεφιλικού προσδιορισμού στη μικρή ιστορία του ελληνικού σινεμά (τηρουμένων των αναλογιών, το «Before Sunrise» συναντά τον «Συλλέκτη» του Ουίλιαμ Γουάιλερ), ενώ ήταν επίσης η πρώτη φορά φέτος που ακούστηκαν πηγαία, δυνατά γέλια στην προβολή μιας ελληνικής ταινίας (ακούστηκαν βέβαια γέλια και σε προβολές άλλων ταινιών, αλλά συνήθως ήταν εις βάρος τους). Ο εξαιρετικός Χάρης Φραγκούλης κέρδισε μια ειδική μνεία για την ερμηνεία του εδώ (την οποία και μοιράστηκε με τον Βασίλη Κουκαλάνι για την «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη, στην οποία αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ανταπόκρισή μας –άγνωστο το πώς μοιράζεται κανείς μια μνεία βέβαια). Στο ίδιο υψηλό μήκος κύματος, όμως, κινήθηκε και η Ηρώ Μπέζου: η ταινία δεν θα μπορούσε άλλωστε να λειτουργήσει διαφορετικά. Διαφωνώ με αυτούς που μίλησαν για one-man-show. Η ταινία είναι υπόδειγμα ομαδικής δουλειάς. Είμαι πολύ περίεργος για την υποδοχή της στις ελληνικές αίθουσες, εδώ υπάρχει ένα στοίχημα που νομίζω πως μπορεί να κερδηθεί.

Από συγκομιδές, η «Πλατεία Αμερικής» μάζεψε το βραβείο της Fipresci και το ειδικό βραβείο της Επιτροπής Νεότητας, το «Park» το βραβείο της ΕΡΤ, ενώ το θρίλερ του Σωτήρη Τσαφούλια «Ετερος εγώ» έφυγε με το βραβείο Νεότητας καλύτερης ταινίας και με το βραβείο κοινού Fischer. Τέλος, η Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου απένειμε το βραβείο της στην ταινία του Νίκου Τριανταφυλλίδη «90 Χρόνια ΠΑΟΚ – Νοσταλγώντας το μέλλον» –μια συγκινητική στιγμή.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ. Ας μιλήσουμε τέλος και για μια ελληνική ταινία που δεν μάζεψε βραβεία, αλλά σίγουρα κανείς εκ των θεατών της δεν θα ξεχάσει: Το «Νήμα» του Αλέξανδρου Βούλγαρη διερευνά τη μεταπολιτευτική ελληνική ιστορία διασκευάζοντας τη: λακανικώς σημειολογικά και ζουλαφσκικώς κινηματογραφικά. Οχι πως δεν χωρούν και άλλες επιρροές μέσα σ’ αυτή τη σινεφιλική μολότοφ που, παρά την επιθετική της εικονογραφία, διατηρεί ατόφια και την τρυφερότητα των ηρώων της (εκπληκτική η Σοφία Κόκκαλη σε διπλό ρόλο) και την ελληνικότητά της. Οποιες αντιρρήσεις κι αν έχετε επί του σεναριακού ιστού, αυτό το τελευταίο αποτελεί έναν μικρό άθλο. Η προβολή της τελείωσε και ήθελα να τη δω ξανά στα καπάκια.

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ. Ποιες λοιπόν οι εντυπώσεις μας; Κατ’ αρχάς, επρόκειτο για την πιο «γεμάτη» διοργάνωση των τελευταίων ετών. Οι παράλληλες προβολές και τα μεταμεσονύχτια αφιερώματα (με κόπιες φιλμ παρακαλώ) είχαν πάντα κόσμο, τα πάρτι του Φεστιβάλ έβρισκαν τους νεότερους σινεφίλ στις καλύτερες διαθέσεις, η ιδέα της διοργάνωσης μιας προβολής του «Αυτή η νύχτα μένει» στο νυχτερινό κέντρο Barbarella, όπου παλιά στεγαζόταν η κινηματογραφική αίθουσα Ιφιγένεια, άκρως αποτελεσματική (συγκινητική η συναυλία του Σταμάτη Κραουνάκη που ακολούθησε), ενώ θετικό ήταν γενικότερα και το όλο κλίμα, κάτι στο οποίο συμφωνήσαμε όλοι σχεδόν όσοι ήμασταν εκεί: χρόνια είχαμε να περάσουμε τόσο καλά. Θα μου πείτε, για να περάσεις καλά πηγαίνεις στο Φεστιβάλ ή για να δεις ταινίες; Αν ήταν να δω ταινίες και μόνο αυτό, θα εγγραφόμουν σε μια κινηματογραφική λέσχη, θα σας απαντούσα. Τα φεστιβάλ οφείλουν να είναι και γιορτές.