Αν πιστέψουμε σε αυτό τον κυκεώνα των έως και επιδερμικών απλουστεύσεων: ή αίφνης παραφρόνησε η πλειονότητα των Αμερικανών ψηφοφόρων ή μάλλον δεν έχουμε αντιληφθεί επαρκώς τι ακριβώς συμβαίνει. Οπότε αγνοούμε και το τι φυσιολογικά έπεται. Και βεβαίως το αμερικανικό εκλογικό σώμα δεν έχει χάσει το μέτρο κρίσης και, επομένως, επιλογών. Ακόμη και αν οι προτιμησιακές τάσεις του (όπως διετυπώθησαν στις εκλογές για νέο πρόεδρο) υπήρξαν λανθασμένες. Παρότι είναι φανερό πως στην ουσία δεν επέλεγαν πρόεδρο, αλλά μάλλον αποδοκίμαζαν ένα συγκεκριμένο σύστημα. Κυρίως όμως τους συγκεκριμένους φορείς του, τη συγκεκριμένη στιγμή. Επέλεξαν με σαφώς οπισθοδρομικά μέτρα, για να απαλλαγούν από κάτι άλλο που ακύρωνε προσδοκίες. Οι οποίες χονδρικά συνοψίζονται στο ιδεολόγημα του «αμερικανικού ονείρου».
Οπότε φυσικά, βρισκόμαστε (περίπου ενεοί) μπροστά σε μια πολιτική παλινδρόμηση, το εύρος της οποίας και τα παράγωγά της δεν μπορούμε να προϋπολογίσουμε. Κι αυτά συναρτώνται: αφενός προς την αντίληψη (και τις πρακτικές) της παγκοσμιοποίησης, που ανελίσσεται με δυναμικές διεθνικής ώσμωσης· και αφετέρου με τη μετάλλαξη των λειτουργικών δομών του αστικού δημοκρατικού γίγνεσθαι. Με την περιστολή του κρατισμού, την αναίρεση των αυστηρών ορίων που προσδιορίζουν τις εθνικές συντεταγμένες και την εν πολλοίς ηγετική πρωτοκαθεδρία των «αγορών», σε ό,τι αφορά τις οικονομικο-κοινωνικές διαδικασίες.
Από την άλλη, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά ευρύτερα (όπου οι καπιταλιστικές δομές υποθεμελιώνουν και συντηρούν το σύστημα) υφέρπει αντίδραση προς τις ελίτ γενικότερα. Και ειδικότερα όπου αναπτύσσονται προβλήματα και διογκώνονται ανισότητες. Εκεί ακριβώς επιλιπαίνονται ακραίες τάσεις και εκδηλώνονται ανορθόδοξες επιλογές. Οι οποίες και εκφεύγουν από τα καθιερωμένα (ή κατεστημένα) πλαίσια. Είτε ως συνειδητή πράξη ακροσφαλούς πολιτικού προσανατολισμού. Είτε και ως τιμωρητική διαδικασία, εις βάρος παραταξιακών ή και ιδεολογικών μερίδων, που (ορθά ή λανθασμένα) ενοχοποιούνται. Και τελικά στοχοποιούνται. Κάπως έτσι πρέπει να ερμηνευθεί, κατά τη γνώμη μας, η ετυμηγορία του αμερικανικού εκλογικού σώματος. Που είναι ακριβώς το ίδιο που ανέδειξε τον «μελαψό» απερχόμενο πρόεδρο. Υπερβαίνοντας φυλετικές αναστολές.
Σε μια χώρα, μάλιστα, όπου υπήρξαν έως και ακρότατες διαφυλετικές ρήξεις. Οπως είναι και το ίδιο που άνοιξε τις πύλες του Λευκού Οίκου στον σύζυγο της ηττημένης σήμερα υποψηφίου των Δημοκρατικών. Και αυτή ακριβώς η απλουστευτική προσέγγιση δίδει το μέτρο αυτών που ανεδείχθησαν ως μείζων αιφνιδιασμός.
Πλην, δεν δίδει καθόλου το μέγεθος και την τελική έκβαση των συνεπειών που θα προκύψουν. Οχι μόνο στις ΗΠΑ όπου επισυμβαίνουν αλλά και αλλού. Οπου ακραίες αντιλήψεις αρδεύονται και μισαλλόδοξες τάσεις επιλιπαίνονται. Καθώς η πλανηταρχία επί επιπέδου ηγεσίας αποκλίνει όσων ασφυκτιούσαν σε περίπου περιθωριοποιημένες πολιτικές ομάδες. Και αυτός είναι τελικά ο μεγάλος κίνδυνος.