Το Σαββατοκύριακο φούντωσε και πάλι η είδηση –ύστερα από σχετικό δημοσίευμα σε ιστότοπο –ότι στις επόμενες εκλογές ο Σάκης Ρουβάς θα είναι υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία, πιθανότατα στη Β’ Αθήνας. Και το διαδικτυακό πινγκ πονγκ, που επεκτάθηκε και στις διά ζώσης συζητήσεις, ξεκίνησε με μπαλάκι τον ποπ σταρ. Οι υποστηρικτές της πιθανολογούμενης υποψηφιότητάς του είχαν ως επιχείρημα το, εθνικό πλέον, ιδεολογικό μας παυσίλυπο, «σιγά, οι άλλοι καλύτεροι είναι;». Ή το πιο ανθρωποκεντρικό, «διαμαρτύρονται για τον Ρουβά αυτοί που ψήφισαν Βαγενά και Χαϊκάλη». Επειδή η δεύτερη εξίσωση δεν βγαίνει, από την άποψη ότι είναι πάρα πολλοί όσοι δεν θα ψήφιζαν κανέναν από τους τρεις, ας δούμε το πρώτο. Αυτή τη μηδενιστική άποψη που κατεβάζει τον πήχη των αξιών αφού έχει ως σημείο αναφοράς το κατά περίσταση χείριστο. Και, τελικά, φτάσαμε να μετράμε πόσα πατώματα έχει ο πάτος.
Υπάρχει και η τεχνοκρατική, στο γόνατο βεβαίως, θεωρία που αναγνωρίζει ως ατού το ότι ο Σάκης είναι σούπερ επιτυχημένος στη δουλειά του. Οντως είναι, αλλά επειδή έχει ένα άστρο πιο μεγάλο και από το χθεσινό φεγγάρι. Η επιτυχία του δεν είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς ούτε έντονης προσπάθειας. Από αυτή την άποψη, ο Ρουβάς είναι στην τέχνη ό,τι ο Τσίπρας στην πολιτική. Βρέθηκαν τον κατάλληλο χρόνο στο κατάλληλο σημείο, εκεί δηλαδή όπου υπήρχε κενό. Από εκεί, το ελατήριο των συγκυριών τους εκτίναξε στην κορυφή και έκτοτε καλπάζουν καβάλα στο άστρο τους. Πιστεύοντας και οι δύο ότι αφού μπορούν να κάνουν κυβιστήσεις (εντός ή εκτός πίστας) μπορούν να κάνουν τα πάντα.