«Και πού είναι το Βρότσλαβ;» ήταν η πρώτη ερώτηση που μού έκαναν σχεδόν αντανακλαστικά όσοι άκουγαν ότι η Θεατρική Ολυμπιάδα θα φιλοξενούνταν στην τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Πολωνίας η οποία φέτος είχε ανακηρυχθεί Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Οι μόνοι που φαίνονταν να γνωρίζουν τη θέση της στον χάρτη ήταν οι φίλοι του ποδοσφαίρου καθώς είχε φιλοξενήσει προ τετραετίας το Euro. Μια πόλη κάπου στα σύνορα Πολωνίας, Τσεχίας, Γερμανίας. Η παρουσία όμως του πρωτοπόρου Αμερικανού Μπομπ Ουίλσον, του θρύλου του λιθουανικού θεάτρου Εϊμούντας Νεκρόσιους, του αιρετικού δημιουργού που λατρεύεται στην Ευρώπη και μισήθηκε από μεγάλη μερίδα του ελληνικού καλλιτεχνικού κόσμου Γιαν Φαμπρ και του δικού μας διεθνώς αναγνωρισμένου και προέδρου της Διεθνούς Επιτροπής της Θεατρικής Ολυμπιάδας Θόδωρου Τερζόπουλου, μεταξύ άλλων (διότι είχε προηγηθεί ο Εουτζένιο Μπάρμπα, ο Ρομέο Καστελούτσι και ακολουθούσε ο Πίτερ Μπρουκ), αλλά και το γεγονός ότι υπήρξε η έδρα του πατριάρχη του σύγχρονου θεάτρου Γιέρζι Γκροτόφσκι ήταν επαρκέστατα κίνητρα για να φτάσει κάποιος ώς το «άγνωστο» πρώην γερμανικό Μπρέσλαου.

Μόνο που όταν ξεκίνησα έχοντας στο μυαλό μου ότι θα αντικρίσω μια μίζερη επαρχιακή πόλη, δεν φανταζόμουν τις εκπλήξεις που θα ακολουθούσαν: ότι η ιδιαιτέρως ευγενική Ροξάνα, υπεύθυνη για τις ξένες αποστολές που έφταναν στο Βρότσλαβ, ήταν ιρανή εκπαιδευτικός που είχε παραιτηθεί αφού αρνήθηκε να συμμετάσχει στην κρατική προπαγάνδα και ως ελεύθερη επαγγελματίας πλέον συνεργάζεται με τους Πολωνούς σε προγράμματα ανταλλαγής παιδιών εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Οτι στην είσοδο του Ινστιτούτου Γκροτόφσκι θα άκουγα ελληνικά και γυρνώντας να διαπιστώσω ποιος μιλάει θα αντίκριζα τον Δημήτρη Δημητριάδη. Οτι στον δρόμο προς τον καθεδρικό ναό της πόλης θα συναντούσα ελληνορθόδοξη εκκλησία αφιερωμένη στους Κύριλλο και Μεθόδιο και πως θα γνώριζα τον πατέρα Γρηγόριο όπως μου συστήθηκε με τις ελάχιστες ελληνικές λέξεις που γνώριζε. Οτι ο Θόδωρος Τερζόπουλος με την πολλαπλή παρουσία του στην Ολυμπιάδα (δύο διαφορετικές παραστάσεις –«Προμηθέας δεσμώτης» και «Αmor» –και συμμετοχή σε δύο δημόσιες συζητήσεις) θα μετρούσε μια απώλεια στον θίασό του, ενός τούρκου ηθοποιού που δεν κατάφερε να ταξιδέψει για την τρίγλωσση παράσταση του «Προμηθέα» (ελληνικά, τουρκικά, γερμανικά), καθώς η κυβέρνηση Ερντογάν τού αφαίρεσε το διαβατήριο, αλλά θα είχε και μια απρόσμενη παρουσία: μια ομάδα ντόπιων βαρυποινιτών θα εκτελούσαν χρέη βοηθών του στο πλαίσιο της κοινωνικής εργασίας που υποχρεούνται να προσφέρουν. Και ότι η Ιταλίδα Σιμόνα Σάλα χωρίς να ξέρει λέξη ελληνικά κατάφερε να αποστηθίσει 14 σελίδες κειμένου για τη Μήδεια –το ολοκαίνουριο κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη που παρήγγειλε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Γκροτόφσκι, Γιάροσλαβ Φρετ, υπό τον τίτλο «Μήδεια: η άνθρωπος».

ΟΛΗ Η ΠΟΛΗ ΜΙΑ ΣΚΗΝΗ. Και η πόλη που είχα την εντύπωση ότι θα ήταν χαρακτηριστική της μίζερης πρώην ανατολικής Ευρώπης; Ηταν ολόκληρη μια σκηνή, παραφράζοντας τον Σαίξπηρ. Στους κεντρικούς δρόμους της αλλά και σε πιο απόμακρες γωνιές αφίσες, πανό και διαφημιστικά θύμιζαν ότι για έναν μήνα όλα θα κινούνταν σε θεατρικούς ρυθμούς. Ενα κεντρικό κτίριο, μόλις 50 μ. μακριά από την κεντρική πλατεία με το εμβληματικό δημαρχείο –το πιο χαρακτηριστικό αξιοθέατο της πόλης απέναντι από τις δύο ελληνικές ταβέρνες Acropolis και Greco –αφιερωμένο στην ενημέρωση του κοινού για τις δράσεις της διοργάνωσης, στέκι για τους εθελοντές και πωλητήριο αναμνηστικών από την έβδομη διοργάνωση.

Οσο για τα εισιτήρια; Δινόταν μάχη για ένα χαρτάκι εισόδου. Νεαρόκοσμος, αλλά και άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών γέμιζαν τα φουαγιέ των θεάτρων μισή ώρα πριν την έναρξη κάθε παράστασης, ενώ άλλοι περίμεναν υπομονετικά κάποια ακύρωση. Υπήρχαν κι εκείνοι που ταξίδευαν για χάρη μιας παράστασης όπως η Αννα και η Λέα, ακροβάτισσα και σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ αντιστοίχως, που είχαν οδηγήσει τρεισήμισι ώρες από το Βερολίνο για να μη χάσουν τον Μπομπ Ουίλσον επί σκηνής.

ΟΓΔΟΝΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ. Πώς να μην αγκαλιάσει το Βρότσλαβ των 637.000 κατοίκων τη Θεατρική Ολυμπιάδα των 130 δράσεων, εκ των οποίων 80 θεατρικές παραστάσεις σε 40 διαφορετικούς χώρους, σύμφωνα με τον διευθυντή του Ινστιτούτου Γκροτόσφκι και καλλιτεχνικό διευθυντή της φετινής Θεατρικής Ολυμπιάδας Γιάροσλαβ Φρετ, όταν στην έναρξη της διοργάνωσης δόθηκε βήμα στις θεατρικές ομάδες της ευρύτερης περιοχής με αποτέλεσμα το μεν κοινό να δει 37 παραστάσεις με πολύ χαμηλό αντίτιμο, οι δε δημιουργοί να δείξουν τη δουλειά τους σε ένα διεθνές πλαίσιο; Οταν οι συντελεστές επτά παραστάσεων ήταν άτομα με ειδικές ανάγκες; Ή, ακόμη κι όταν ένα μέρος του φεστιβάλ –στις αρχές Νοεμβρίου –συνδέθηκε με την γιορτή των Αγίων Πάντων που αφορά στη λατρεία των νεκρών; Και το αποτέλεσμα ήταν να παρουσιαστούν από τελετουργίες βουντού από την Αϊτή έως την παράσταση του Εϊμούντας Νεκρόσιους βασισμένη σε ένα από τα σημαντικότερα έργα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, το ποιητικό δράμα του Ανταμ Μικίεβιτς «Forefather’s Eve», που περιστρέφεται γύρω από την τελετή στην γιορτή των Αγίων Πάντων στα νεκροταφεία στη μνήμη των νεκρών. Παράσταση που για τους Πολωνούς ανασύρει και πολιτικές μνήμες καθώς η απαγόρευσή της το 1968 οδήγησε τη χώρα σε βαθιά πολιτική κρίση.

Να οφείλονται όλα αυτά μόνο στα δύο εκατομμύρια ευρώ που είναι ο προϋπολογισμός της Θεατρικής Ολυμπιάδας; Μήπως δεν αρκεί το χρήμα, αλλά οι ιδέες, η εμπλοκή της τοπικής κοινωνίας, τα κίνητρα προς τους εθελοντές, η νοοτροπία εξυπηρέτησης των τουριστών, καθώς όπως είναι προφανές από τις υποδομές (χάρτες στους δρόμους, ενημερωτικές πινακίδες για τα αξιοθέατα, σήμανση σε κτίρια και γέφυρες που χρησιμοποιήθηκαν ως σκηνικό για ταινίες) ότι η πόλη υποδέχεται μεγάλο αριθμό επισκεπτών; Και τελικά μήπως μετρά περισσότερο η θετική διάθεση που αντίκριζα στα μάτια τους, καθώς ούτε μία φορά δεν δυσανασχέτησαν όταν ένα νέο αίτημα προσέθετα στη λίστα ή όταν είχα μια επιπλέον απορία; Τόσο που με έκαναν να αναρωτηθώ αν τελικά η Ελλάδα έχει το όνομα της φιλόξενης χώρας και η Πολωνία τη χάρη.