Ηθοποιός σημαίνει φως; Και σήμερα; «Μια μελαγχολία μού φέρνει το ερώτημα. Ο ηθοποιός σήμερα είναι σε πολύ δύσκολη θέση, όπως πολλοί στη χώρα. Είμαι πενήντα χρόνια σε αυτό το επάγγελμα και μπορώ να πω ότι περνάει την πιο δύσκολη φάση του» είναι η αντίδραση της Νένας Μεντή.

Λίγο πριν από την παράστασή της, στον ρόλο της μάνας μιας καλλίφωνης επίδοξης τραγουδίστριας, που γίνεται σταρ σε τάλεντ σόου και χάνει το παιδί της, κι ενός ρατσιστή – εθνικιστή γιου, η πρωταγωνίστρια της «Δεύτερης φωνής» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, στο θέατρο Αποθήκη, μιλάει για την απαξίωση του κλάδου της. «Σε όλα τα επίπεδα, κυρίως το οικονομικό». Είναι πολύ στριμωγμένα τα πράγματα, μου λέει. «Είμαστε πάρα πολλοί ηθοποιοί. Πάντα υπήρχε ανεργία, αλλά είναι και οι σχολές που λειτουργούν σαν να μη συμβαίνει τίποτα και βγάζουν άλλους 500 κάθε χρόνο, είναι και ότι οι νέοι “δουλεύουν” (σε πολλά εισαγωγικά) δίχως να πληρώνονται. Είναι τραγικό αυτό. Είναι τέχνη, αλλά είναι και επάγγελμα. Αυτά τα πράγματα οδηγούν σε αποεπαγγελματοποίηση ή μάλλον σε ερασιτεχνικοποίηση». Βάζει φρένο όμως εδώ: «Προσπαθώ να συγκρατηθώ. Δεν έχει όμως και νόημα να τα λέω. Μάλλον γίνομαι αντιπαθητική και λένε κάποιοι “ωχ κι εσύ, πάλι”. Τι να τα λέμε».

Στο καλύτερο, κατά τη γνώμη του γράφοντος, έργο του συγγραφικού διδύμου μετά το «Ο Εβρος απέναντι», η Νένα Μεντή βλέπει στη «Δεύτερη φωνή» ένα έργο πολύ πιο σύγχρονο, που πιάνει πολλά θέματα της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Οχι στηλιτεύοντάς τα, αλλά με ένα νοιάξιμο και μια συμπάθεια. Σαν να λέει «κι εμείς που το γράψαμε κι εμείς που το παίζουμε στην ίδια κατάσταση είμαστε». Η μάνα της οικογένειας, την οποία ενσαρκώνει, είναι μια δεύτερη τραγουδίστρια που είχε όνειρο να γίνει πρώτη και το κουβαλάει σαν απωθημένο, το οποίο προβάλλει ουσιαστικά και στην κόρη της. Καμία αναλογία με τη Νένα (Μεντή); «Σχεδόν καμία» με κόβει. «Μόνον ότι είμαι κι εγώ μάνα και έχω κάνει την ίδια διαδρομή, χρονικά, συμμετέχοντας στην παραγωγή αυτού του τόπου, έως σήμερα. Θέλω να πιστεύω ότι δεν έχω καμία σχέση. Η ηρωίδα είναι μια δεύτερη τραγουδίστρια. Εγώ δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν είμαι πρώτη ή δεύτερη. Είμαι μια ηθοποιός. Ελπίζω, καλή. Την καταλαβαίνω αυτήν τη γυναίκα. Κάποιες φορές με αηδιάζει, αλλά τη συμπονώ. Δεν φταίει αυτή». Ποιος φταίει λοιπόν; «Αχ, θα πιάσουμε την καραμέλα. Θα πω αυτά που λέμε πάντα. Φταίει το στερεότυπο της παιδείας. Η μόρφωσή μας ή μάλλον η έλλειψή της, η φτώχεια μας, το λάιφσταϊλ, η μιζέρια μας. Το θέμα είναι τι κάνουμε από δω και πέρα. Τι να σας πω. Τα έχω χαμένα κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος. Είμαι και ήμουν της ανατροπής, αλλά πλέον δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει πια κάτι. Κάποτε πιστεύαμε ότι μπορούμε να τα ανατρέψουμε όλα, πραγματικά. Θεωρητικά. Πφφφ, τι σημασία έχει το “θεωρητικά”».
Ο ΤΡΑΜΠ. Το προχωράει και παραπέρα: «Και μόνο που βλέπεις αυτήν τη μούρη (σ.σ.: του Ντόναλντ Τραμπ), στην Αμερική, έχει τελειώσει. Πάμε κατά διαόλου. Οι μάσκες έχουν πέσει. Βέβαια, αυτό μπορεί να έχει και τα καλά του. Οπως και με το “πρώτη φορά Αριστερά”. Μας κάνει να αναλογιστούμε τι γίνεται και πού πάμε, τελικά». Κλείνει δε την παρένθεση με μια νότα απαισιοδοξίας: «Νομίζω ότι θα ζήσουμε πολύ άσχημα πράγματα».
Η ίδια θεωρεί, λέει, τον εαυτό της τυχερό που παίζει σε ένα σύγχρονο ελληνικό έργο. «Είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε για τα δικά μας θέματα. Δεν το λέω ως άνθρωπος πολιτικοποιημένος, ως καλλιτέχνης το λέω. Με ενδιαφέρει να λέμε κάποια πράγματα για το τώρα και το εδώ που να συγκινήσουν». Θεωρεί δε ότι υπάρχουν πολλά νέα ελληνικά έργα. «Θα υπάρχουν και άλλα, που είναι στα συρτάρια. Δεν είναι απαραίτητο να είναι σύγχρονα, αλλά να μιλάνε για αυτούς τους ανθρώπους εδώ, που είμαστε εμείς».

Τη ρωτάω για τον σύζυγό της, άλλοτε αγωνιστή του Πολυτεχνείου. «Ηταν από αυτήν τη γενιά, αλλά δεν έπαιξε στον στίβο της διεκδίκησης, δεν πήρε πόστα, έμεινε στην απέξω. Δεν συμβιβάστηκε με το μοντέλο “προνόμια, ΠΑΣΟΚ, δημοσιοϋπαλληλίκι”. Είναι κι αυτός δεύτερη φωνή. Δεν έγινε ποτέ πρώτος».
Σαν την ηρωίδα της, έχει κάποιο απωθημένο ή όνειρο; «Οχι, όχι, προς Θεού» με κόβει. «Από τη στιγμή που έχω φτάσει στα χρόνια μου να είμαι ενεργή, πολύ ενεργή θα έλεγα, τόσο που δεν μαζεύομαι, έχω κι ένα παιδί και έναν άντρα και χειριζόμαστε μαζί αξιοπρεπώς αυτό που ζούμε, δεν έχω άλλο όνειρο. Με απασχολεί μόνο το μέλλον του παιδιού μου. Οπως οι παλιοί έλεγαν “εμείς περάσαμε πολέμους και επιβιώσαμε”, έτσι λέω κι εγώ ότι θα τη βγάλουμε με το κεφάλι ψηλά» προσθέτει βάζοντας, μετά την απαισιοδοξία, μια τελική νότα αισιοδοξίας στον χείμαρρο των λόγων της. «Αλλιώς θα αρχίσουμε τα χάπια. Εγώ δεν θέλω να πάρω χάπια».

INFO

«Δεύτερη φωνή» των Θανάση Παπαθανασίου, {LF}Μιχάλη Ρέππα στο θέατρο Αποθήκη (Σαρρή 40, Ψυρή, τηλ. 210-3253.153), σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, με τους Νένα Μεντή, Δανάη Σκιάδη, Γιώργο Ζιόβα, Κωνσταντίνο Γαβαλά, Δημήτρη Σαμόλη, Γιώργο Κατσή