Η ελληνική δραματουργία από την πρώτη μετά την Επανάσταση του Εικοσιένα εμφάνισή της ήταν μια πράξη αυτογνωσίας. Θα πει κανείς βέβαια πως αυτό ακριβώς ήταν η παγκόσμια δραματουργία από το πρώτο κείμενο της ιστορίας του θεάτρου, τους «Πέρσες» του Αισχύλου έως τα έργα του Πίντερ και της Σάρα Κέιν. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η ελληνική αυτή κατάδυση στα κοινωνικά, ηθικά, οικονομικά προβλήματα των ανθρώπων, η από σκηνής ανάδυση στον ορίζοντα της κριτικής τής παθογένειας των ιστορικών λαών στην Ελλάδα πήρε τελείως εθνικό χαρακτήρα. Προσπάθησε να αναλύσει τα αδιέξοδα όχι γενικά του ανθρώπου, αλλά του έλληνα ανθρώπου μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά και ιστορικά πλαίσια. Ετσι οι πρώτοι μετά την Επανάσταση δραματουργοί, ο Χουρμούζης, ο Βυζάντιος, ο Ραγκαβής, ο Σοφ. Καρύδης, ο Μισιτζής, σχεδόν σχολιάζουν μέσα από μια αναγνωρίσιμη μυθοπλασία την αποτυχία του νέου κράτους και των πολιτών του να στεριώσουν θεσμούς, έστω κι αν καταφεύγουν στην αντιγραφή των ευρωπαϊκών. Διότι στη μεταφορά τους στα καθ’ ημάς τους ευτελίζουν, τους ψαλιδίζουν, τους αλλοιώνουν ή τους γελοιοποιούν.

Γι’ αυτό κυρίως η πιο αξιόλογη σοδειά της δραματουργικής μας παραγωγής είναι η κοινωνική σάτιρα, η κωμωδία ηθών και το κοινωνικό δράμα. Η ασυνεννοησία, η στρέβλωση, το συμβατικό ψεύδος, η απάτη, η κερδοσκοπία, η παραβατικότητα στον δημόσιο χώρο, η συναλλαγή, η διαπλοκή με τα ταξικά συμφέροντα και τις πηγές της εξουσίας, η ετοιματζίδικη παιδεία, ο φανατισμός, ο εθισμός στη στρεψοδικία είναι τα κύρια δραματουργικά μοτίβα των περισσότερων θεατρικών έργων τον 19ο αιώνα, από τη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου και τον «Χαρτοπαίκτη» του Χουρμούζη ώς τον «Φιάκα» του Μισιτζή και τον «Γενικό Γραμματέα» του Καπετανάκη. Το αριστούργημα αυτής της χρονικής περιόδου, «Ο Βασιλικός» του Αντωνίου Μάτεσι, καταγράφει τις παθογένειες της μετάβασης από τη φεουδαρχία στην αστική αντίληψη για το κράτος. Στο έργο αυτό ο αστός έμπορος αφήνει έγκυο την κόρη του φεουδάρχη Ρονκάλα, έτσι ώστε το προϊόν αυτής της μείξης είναι μια ρωγμή στο φεουδαρχικό σύστημα, δεδομένου ότι ο φεουδάρχης κατ’ αρχάς αρνείται τον συμφυρμό της γενιάς του με το επισφαλές κεφάλαιο του εμπόρου, όταν ως μέτρο της δικής του ασφαλούς εξουσίας είναι η γη. Κι όμως στις αρχές του 20ού αιώνα ο μέγας Ξενόπουλος θεμελιώνει με άψογο σκηνικό τρόπο την αντίστροφη σχέση. Ο Παναγής Βιολάντης, έμπορος (σχεδόν ο γιος ή ο εγγονός του επιβήτορα της κόρης του Ρονκάλα), μεγαλοαστός, οδηγεί στον θάνατο την κόρη του γιατί τόλμησε να ερωτευθεί έναν ξεπεσμένο αριστοκράτη του λίμπρο ντ’ όρο!

Με τον Ξενόπουλο, τον Μελά, τον Μπόγρη και τον Παντελή Χορν η δραματουργία μας εμπλουτίζεται με τις παθογένειες της δειλής και εντέλει ανολοκλήρωτης αστικής συγκρότησης της κοινωνίας μας. «Το χαλασμένο σπίτι» του Μελά, ο «Σέντζας» και το «Φυντανάκι» του Χορν, «Τ’ αρραβωνιάσματα» και η «Καινούργια ζωή» του Μπόγρη (καινούργια ζωή ήταν η επιστροφή στα ήθη της κλειστής κοινωνίας και στον σεμνότυφο επαρχιωτισμό!), οι ηλίθιοι «γλωσσικοί» αγώνες που σατίρισε ο Ξενόπουλος και τα χυδαία ερωτικά ήθη της κυριαρχούσας μικροαστικής κοινωνίας.

Ακόμη και οι ταλαντούχοι συγγραφείς της λεγόμενης φαρσοκωμωδίας σάρωσαν με οδοστρωτήρα τον πολιτικαντισμό, τον μεταπολεμικό εργολάβο, τον θρησκόληπτο απατεώνα, τα λαμόγια, τον ψεύτη πολιτευτή και τον κλέφτη επιχειρηματία.

Ετσι, όταν οι συνθήκες γύρω στο 1955 το επέτρεψαν, η εμφάνιση του Ιάκωβου Καμπανέλλη βρήκε ένα γόνιμο οργωμένο χωράφι για να σπείρει μια νέα γενιά με ζιζάνια και να θερίσει δηλητηριώδη πολιτικά, ηθικά, οικονομικά μανιτάρια!

Προσωπικά μου λείπει από την ελληνική βιβλιογραφία ένα κοινωνιολογικό σύγγραμμα που να αναλύει τις στρεβλώσεις του μεταπολεμικού μας συστήματος με βάση και αφετηρία τη, σύγχρονη με την έκπτωση των θεσμών και τη γενική ρεμούλα, νεοελληνική δραματουργία.

Υπάρχει αμφιβολία πως η εγκυρότερη πηγή της έκπτωσης της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι ο Αριστοφάνης; Ε, λοιπόν βάλτε κάτω τον «Φον Δημητράκη», το «Φωνάζει ο κλέφτης», το «Ζητείται ψεύτης» του Ψαθά, τα έργα του Σακελλάριου, του Πρετεντέρη, του Γιαλαμά, του Γ. Ρούσσου και του Καμπανέλλη, του Κορρέ και έχετε ένα πανόραμα και (για να χρησιμοποιήσω έναν νέο όρο) οδικό δείκτη του πώς φτάσαμε έως εδώ.

Μουρσελάς, Σκούρτης, Καρράς, Ποντίκας, Μάτεσις, Διαλεγμένος, Αρμένης, Μανιώτης, Χρυσούλης, Τσικληρόπουλος, Ζιώγας, Αναγνωστάκη, Μέντης, Σεβαστάκης, Ευθυμιάδης είναι αυθεντικοί υπομνηματογράφοι της κοινωνικής και ηθικής διάλυσης.

Τα τελευταία χρόνια ήρθαν να προστεθούν νέες γνήσιες φωνές κάθετης και καταλυτικής κριτικής του σάπιου οικοδομήματος του τόπου και θα προσπαθήσω, όπου τις συναντώ (όταν βρίσκουν φιλόξενο καταφύγιο στη φυσιολογική τους θέση, στη σκηνή), να τις προβάλλω, πράγμα που έκανα και με τη γενιά του μετακαμπανελλικού θεάτρου. Ενας απ’ αυτούς είναι ο Βασίλης Κατσικονούρης. Μας έχει χαρίσει «Το γάλα», το «Καλιφόρνια Ντρίμιν», το «Εντελώς αναξιοπρεπές», «Το μπουφάν της Χάρλεϊ», τους «Αγνοούμενους».

Τώρα στο θέατρο Σταθμός, με δική του σκηνοθεσία, παίζεται το «Καγκουρώ». Πέρυσι είχε ανέβει σε περιορισμένες παραστάσεις στο Εθνικό, αλλά δεν φαίνεται να κατανοήθηκε το τραγικό «Βοήθεια, βουλιάζουμε» που εκπέμπει. Ετσι με τη νέα διανομή συνεχίζει μια νέα πορεία και εύχομαι να βρει ένα κοινό που θα συλλάβει το SOS.

Η αγαπητή Μυρτώ Λοβέρδου το υποδέχτηκε θετικά και έγραψε τη γνώμη της στα «ΝΕΑ» εκτελώντας το καθήκον της.

Εγώ το είδα στην καινούργια του στέγη με τους νέους ενοίκους και ενθουσιάστηκα.

Σ’ ένα σκηνικό λειτουργικό και λιτό της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη, με φωτισμούς Αλεξ Αλεξάνδρου, χορογραφίες Βλ. Νουλέλλη και μουσική επιμέλεια του συγγραφέα και σκηνοθέτη και βοηθό του τον Μάνο Καρατζογιάννη, ένας θίασος παλαιών έμπειρων ηθοποιών (Νίκος Ορφανός, Βαγγέλης Ρόκκος, Βαγγέλης Αλεξανδρής) και νέων προσοντούχων (Δημ. Γκουτζαμάνης, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη), ο Κατσικονούρης καταγράφει με ωμότητα, αιχμηρότητα, ευθυβολία και τιμιότητα ένα ρέκβιεμ της ελληνικής οικογένειας που διαλύεται, καταρρέει, προδίδει και προδίδεται, παγιδεύεται και στήνει καρτέρι στα μέλη της, στις αξίες ενός χαμένου παρελθόντος και ενός άδηλου και απειλητικού μέλλοντος. Αποτυχημένοι γονείς, κυνικοί κυνηγοί χρήματος, παιδιά χωρίς παιδεία και παιδεία στον γύψο, κορίτσια με ψαλιδισμένα όνειρα, ανολοκλήρωτοι έρωτες θύματα της ανέχειας και της μωροφιλοδοξίας και όνειρα που εξελίσσονται σε εφιάλτες και εφιάλτες που οδηγούν στην κόλαση όπου παραμονεύει ο Κέρβερος, αφού η ζωή σήμερα είναι ένας μονόδρομος που οδηγεί στον Αδη επί της γης.

Το έργο του Κατσικονούρη δείχνει με μέσα εξόχως θεατρικά και παραπέμποντας στον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, αλλά και στον Τσέχοφ του «Γλάρου» (μιας άλλης ταφόπλακας νεανικών ονείρων), πως το παιχνίδι χάνεται όχι εκεί που οι ανόητοι νομίζουν πως θα το σώσουν, στην οικονομία! Το παιχνίδι χάνεται στο πεδίο της συνείδησης, της ιστορίας, της ηθικής και της αισθητικής, δηλαδή στον πολιτισμό.

Και αν το παιχνίδι της οικονομίας κερδηθεί, οι επενδυτές θα χτίσουν πάνω στην πολιτιστική Σαχάρα τα πολυεθνικά τους μεγαθήρια.