Στο εξώφυλλο του πρόσφατου βιβλίου του Στέλιου Ράμφου «Πολιτική από στόμα σε στόμα» (Αρμός) δεσπόζει φωτογραφία του στοχαστή με χειλόφωνο, προφανώς από κάποια δημόσια συζήτηση ή ομιλία. Η σημειολογία του πορτρέτου δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη. Ο Ράμφος επιδίωκε πάντοτε να είναι ένας δημόσιος φιλόσοφος, δηλαδή ένας φιλόσοφος παρεμβατικός και με αξιώσεις ιδεολογικού καθοδηγητή. Οι εντυπωσιακές διανοητικές μεταστροφές του, που σαστίζουν πολλούς σχολιαστές του, ερμηνεύονται ευκολότερα κάτω από αυτό το πρίσμα. Αφού οι περιπλανήσεις του πρώτα στον μαρξισμό και κατόπιν στο νεορθόδοξο ρεύμα αποδείχτηκαν απρόσφορες γι’ αυτό τον ρόλο, η επόμενη μεταμόρφωσή του σε αναφανδόν απολογητή του δυτικού πολιτισμικού ήθους τον αντάμειψε δεόντως, αν και όχι αμέσως. Ενώ η ιδεολογική στήριξή του στον σημιτικό εκσυγχρονισμό ήρθε τη στιγμή που το εγχείρημα αυτό έδειχνε να θριαμβεύει πετυχαίνοντας τον άμεσο στόχο του (ένταξη στο ευρώ), στη συνέχεια η αίγλη του, ατυχώς για τον Ράμφο, έφθινε ταχύτατα. Με την κρίση όμως, τη δραματική επάνοδο στο προσκήνιο του αιτήματος για αλλαγή πολιτικής και πολιτικών ηθών, τη διαμόρφωση ενός διακομματικού στρατοπέδου υπέρ των μεταρρυθμίσεων ο Ράμφος απέκτησε επιτέλους το μεγάλο κοινό που ποθούσε. Για να το πούμε πιο ωμά, χωρίς πάντως να τον αδικούμε, έγινε ένας φιλόσοφος του συρμού, με κάθε καινούργιο βιβλίο του να κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις, τον ίδιο να διαλέγεται δημόσια με πολιτικούς αρχηγούς και το πρόσωπό του να είναι πολύ οικείο στους τηλεθεατές.
Αυτό όμως δεν επιτεύχθηκε χωρίς βαρύ τίμημα στο επίπεδο της ποιότητας του λόγου του. Πόσο βαρύ, το δείχνει το πρόσφατο βιβλίο του, σημειώσεις σκέψεών του στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων. Ακόμη και εκείνοι που βλέπουν τον Ράμφο με καχυποψία θα ξαφνιαστούν από τον τετριμμένο χαρακτήρα αυτών των οιονεί αφορισμών, που σχεδόν ποτέ δεν υπερβαίνουν τη στάθμη δημοσιογραφικών κοινών τόπων, αν όχι στερεοτύπων. Σταχυολογώ ενδεικτικά (και διατηρώντας την ορθογραφία του πλην πνευμάτων): «Σε ποιον ανήκει το μέλλον; Σε όποιον θα δώση μορφή στο αίτημα της συνθέσεως, που δεν αφήνει τίποτε ορφανό» (σ. 13), «Το κράτος του νόμου μειώνει την άσκησι βίας» (σ. 17), «Χρειάζεται δυναμική αναμέτρησι του ανοιχτού με το κλειστό. Εκεί είναι αναγκαία η πολιτική συμφωνία» (σ. 18), «Η φοροδιαφυγή δείχνει απουσία πολιτικής συνειδήσεως. Είμαστε ακόμη χωρικοί και όχι πολίτες» (σ. 20), «Μόνο η συναινετική πολιτική καθαρίζει τα σκουπίδια που φέρνει στην επιφάνεια η πόλωσι» (σ. 31), «Το πρόβλημα δεν είναι η αναδιάρθρωσι του χρέους αλλά η παραγωγική απασχόλησι που δεν αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες» (σ. 84), «Αφ’ ης στιγμής έχουμε κοντή μνήμη είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβανώμαστε» (σ. 135).
Αν οι πολιτικές «παρακαταθήκες» του Ράμφου εμφανίζονται εκπληκτικά κοινότοπες και ρηχές, η ηθικολογική υποβάθρωσή τους αφήνει μια αίσθηση περιφρονητικού, πολιτικά στείρου κανοναρχήματος. Διαβάζουμε: «Μας ενδιαφέρει να έχουμε δίκιο και όχι να διδασκώμαστε από τα λάθη μας» (σ. 14), «Είμαστε λαός που αρπάζεται με το παραμικρό και τα καταπίνει όλα. Ολα!» (σ. 19), «Μπορούμε να αντικαταστήσωμε το καλό-κακό με το σχήμα προοδευτικό-συντηρητικό; Οχι, επειδή η υλική πρόοδος δεν αντικαθιστά την ηθική προκοπή» (σ. 40), «Κατά βάθος η δυσκολία των μεταρρυθμίσεων έγκειται στην άρνησι ή την δυσφορία να αναλάβουμε την δική μας ευθύνη. Από τεμπελιά άραγε ή από ενοχές;» (σ. 95). Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο φυσικά και δεν ξεγελάει: είναι φανερό ότι ο Ράμφος δεν συγκαταλέγει τον εαυτό του σε αυτό το «εμείς».
Και σαν να μην έφταναν αυτά, έχουμε αγοραίους ψυχολογισμούς όπως αυτός στις σελίδες 199-200, που επιχειρεί να ερμηνεύσει τη νεοελληνική νοοτροπία με την κυριαρχία του πόλου μητέρα-συναίσθημα έναντι του πόλου πατέρας-λογική, αλλά που ωχριά ως προς τη διανοητική ευτέλεια μπροστά σε έναν άλλο, το μάλλον ρητορικό ερώτημα της σ. 194 «Μήπως αυτή η τερατώδης αντίστασι της κοινωνίας μας στην αλλαγή έχει, εκτός των ιστορικών, και ψυχοπαθολογικές αναφορές;». Με το ύψος (της φήμης) αυξάνεται η επιτάχυνση της (κατά)πτωσης.