Στην πρώτη κατάληψη σπιτιού, στην οδό Βαλτετσίου στα Εξάρχεια, νομίζω το 1982, ο τραγουδιστής Νικόλας Aσιμος, που είχε πρωτοστατήσει, αρνήθηκε να λειτουργήσει παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός. Γιατί; Για να μη βγουν εκφωνητές της «γενιάς των καταλήψεων», φώναζε στη συνέλευση.
Ηταν κοντά η Μεταπολίτευση αλλά, ήδη, κάποιοι εργάζονταν να απομυθοποιήσουν τη «γενιά του Πολυτεχνείου». Αρνούνταν την προσπάθεια να δοθούν ενιαία χαρακτηριστικά σε μια κατηγορία Ελλήνων που πολιτικοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας αλλά, κυρίως, στη Μεταπολίτευση.
Η απομυθοποίηση δεν κέρδισε. Αν ωστόσο επιχειρούσαμε να δούμε τη «γενιά του Πολυτεχνείου» πίσω από το ηρωικό επίχρισμα, ως ενιαίο σύνολο, θα βλέπαμε πολιτικοποιημένους μικροαστούς, που αποκτώντας πρόσβαση στις κρατικές δομές ή ως στελέχη στις επιχειρήσεις, έγιναν η μεσαία τάξη. Αριστερούς ριζοσπάστες που τους ένωσε (παρά τις διαφορές τους) η πρόσβαση στην πολιτική, την πολιτισμική ή την οικονομική εξουσία την οποία στελέχωσαν διαμορφώνοντας τα χαρακτηριστικά της, καλά και κακά. Κοινωνική κινητικότητα, υπέρβαση του συντηρητικού επαρχιωτισμού, διεύρυνση της πρόσβασης στη γνώση συνυπήρξαν με τη διαιώνιση κλισέ για το σχεδόν υπερφυσικό δίκαιο των λεγόμενων «εθνικών θεμάτων», την υπονόμευση του πανεπιστημίου και τη μετατροπή του σε φυτώριο πολιτικών στελεχών για τα κόμματα, την αγοραφοβία απέναντι στους ξένους που είναι καλύτεροι από μας, αλλά και τον ναρκισσισμό της εθνικής ανωτερότητας που εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε ρατσισμό απέναντι στους ξένους που έχουν την ανάγκη μας. Σ’ αυτό το υπόστρωμα διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά του σημερινού εθνικολαϊκισμού, που είναι η ιδεολογία της χρεοκοπίας.
Αλλά το Πολυτεχνείο, προφανώς, υπήρξε. Δεν το έκανε καμιά γενιά. Ηταν αποτέλεσμα της δράσης νέων ανθρώπων, αριστερών αλλά όχι μόνο, που διεκδικούσαν ελευθερίες ανάλογες εκείνων τις οποίες απολάμβανε η Δύση. Είχαν μαζί και καθηγητές τους. Η μαγιά της εξέγερσης ήταν πολύ λίγοι φοιτητές και εργάτες –γνωστοί μεταξύ τους, αλλά και γνωστοί της Ασφάλειας. Συχνά χωρίς αίσθηση του κινδύνου. Ζωηρά παιδιά, δηλαδή, που όταν συνειδητοποίησαν την αυταρχική διάσταση του καθεστώτος συνέχισαν να αντιτάσσονται σ’ αυτό, επειδή εκτός των άλλων κάτι τέτοιο θα ήταν αναξιοπρεπές.
Αυτές τις ιστορίες, όμως, τις υποτιμούμε, χάριν της έμφασης στην Ιστορία, που συχνά τη γράφουν οι εκπρόσωποι μιας γενιάς για τον εαυτό τους.