Η 21η Νοεμβρίου έχει οριστεί από την UNESCO ως η Παγκόσμια Ημέρα της Τηλεόρασης. Η ελληνική κοινωνία διά μέσου του σίριαλ των αδειών ασχολείται σχεδόν καθημερινά με τις τηλεοπτικές εξελίξεις, τουλάχιστον τον τελευταίο χρόνο. Στην πράξη εκ διαισθήσεως αναγνωρίζουμε τον ρόλο της τηλεόρασης ως του νέου πεδίου της κοινής μας αναφοράς, της νέας μας φαντασιακής πλατείας και γειτονιάς.
Κι αυτό γιατί η τηλεόραση ως το κοινό πεδίο αναφοράς μας τείνει να συμπεριλαμβάνει πολλές πτυχές της κοινωνίας, καθώς είναι ένα μέσο που έχει τη δυνατότητα να ξετυλίγεται σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Τηλεοπτικοί αστέρες μοιράζονται τα ερτζιανά με αθλητές. Ηθοποιοί, επιστήμονες, πολιτικοί και δημοσιογράφοι εμφανίζονται στις εκπομπές συζητήσεων ασχέτως περιεχομένου. Ηθοποιοί και αθλητές ανταγωνίζονται για τα ποσοστά τηλεθέασης. Κι όλα ανακυκλώνονται με νέο περιτύλιγμα είτε πρόκειται για ενημέρωση είτε για ψυχαγωγία. Αυτό που ίσως αποτελεί νέο στοιχείο είναι ότι οι πρώην ξεχωριστές κοινωνικές αρένες αλληλοδιαπλέκονται. Η ενημέρωση που κάποτε προσανατολιζόταν σε ανθρώπους συγκεκριμένης ηλικίας, τάξης, φυλής, φύλου, επαγγέλματος ή εκπαίδευσης, στην εποχή μας διαχέεται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες.
Η κοινωνική σημασία και ο ρόλος της τηλεόρασης έγκεινται κυρίως στο ότι το μέσο κατορθώνει να παρέχει τη μεγαλύτερη και ταυτόχρονη παραλαβή του ίδιου μηνύματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Διά μέσου της τηλεόρασης συχνά έχουμε ένα παράξενο κοινό συναίσθημα. Σε περιόδους κρίσιμων καμπών, κρίσεων, θεομηνιών, γεγονότων που θα μπορούσαν να συμβούν και σε εμάς, εκατομμύρια άνθρωποι κολλούν μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη και παρακολουθούν το ίδιο τηλεοπτικό υλικό ξανά και ξανά. Ισως είναι κι αυτό μια προσπάθεια του ασυνειδήτου των ανθρώπων να βρουν ζεστασιά και να μοιραστούν τα συναισθήματα από τα απόνερα της πληροφορίας με τους άλλους απρόσωπους τηλεθεατές του μοναχικού πλήθους της σύγχρονης κοινωνίας. Σε σύγκριση με το παρελθόν, όταν στην τηλεόραση εμφανίζονταν μόνο εκπρόσωποι των θεσμών, στις μέρες μας προβάλλονται τα προβλήματα των απλών, καθημερινών ανθρώπων είτε για να γίνουν ήρωες μιας ημέρας είτε γιατί θεωρούν ότι τα προβλήματά τους θα επιλυθούν καλύτερα αν δημοσιοποιηθούν από την τηλεόραση.
Ωστόσο, η τηλεόραση ως κοινό πεδίο αναφοράς μάς ενημερώνει για το τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε, τα μέρη όπου πηγαίνουν κι εμείς δεν μπορούμε να πάμε, τα πράγματα που μπορούν να αποκτήσουν κι εμείς δεν μπορούμε. Πολλοί τηλεθεατές, διά μέσου της έκθεσής τους σε έναν ευρύτερο κόσμο που προβάλλει η τηλεόραση, αισθάνονται ότι είναι αποκλεισμένοι από πολλά πράγματα.
Η κοινή εμπειρία που έχουμε μέσω της τηλεόρασης ενθαρρύνει μέλη των αποκλεισμένων ομάδων να απαιτήσουν ίσα δικαιώματα και μεταχείριση, αν και ο όρος μειοψηφία δεν φαίνεται να αναφέρεται σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων μέσα στην κοινωνία αλλά μάλλον στον μικρό βαθμό πρόσβασης που τα μέλη της αισθάνονται ότι έχουν στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Η τηλεόραση κάνει πιθανή την ενσωμάτωση, όχι όμως και οι κοινωνικοί μηχανισμοί. Σε πολλές ομάδες της κοινωνίας η τηλεόραση έχει αυξήσει τις προσδοκίες, αλλά έχει προσφέρει ελάχιστες ευκαιρίες.
Η ταυτόχρονη πληροφόρηση που παρέχεται από την τηλεόραση δεν οδηγεί βραχυπρόθεσμα σε ταυτόσημη συμπεριφορά. Αυτό που συμβαίνει μακροπρόθεσμα είναι μια όλο και περισσότερο κοινή αντίληψη. Η επιλογή της ένδυσης, του χτενίσματος και γενικά του τρόπου ζωής και των αντιλήψεων γίνεται όλο και πιο ομοιόμορφη.
Σε πολλές περιπτώσεις η τηλεόραση αποκτά παγκοσμιότητα. Ο κόσμος παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα τον πόλεμο στο Ιράκ, στη Συρία, τις προσφυγικές ροές κ.ο.κ. Ωστόσο μαθαίνουμε αρκετά για ένα συνταρακτικό συμβάν μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά συνήθως το ξεχνάμε την επομένη. Βέβαια αυτή η αίσθηση της κοινής εμπειρίας, ιδιαίτερα πλατιά και διάχυτη, μεταβάλλεται ταχύτατα και πολλές φορές είναι αβάσιμη. Πέρα από τη ρητορική, δεν είναι δυνατό όμως να έχουμε κοινή εμπειρία του κόσμου ούτε του παγκόσμιου χωριού. Αλλά είναι τόσο ειρωνικό, αφού στη σύγχρονη τηλεοπτική εποχή ο καθένας μας φαντάζει τόσο οικείος όσο και ξένος.