Εχει κάθε δικαίωμα να επιχαίρει αυτή η σελίδα που προκάλεσε, μαζί με τα σχολιαστικά, στοχαστικά κείμενα, κείμενα αφηγηματικής τάξεως όπως τα ενέπνευσαν στους συγγραφείς τους οι φωτογραφίες που τους δόθηκαν. Ανάμεσά τους (να θυμηθούμε πρόχειρα τους πεζογράφους Σωτήρη Δημητρίου και Χρήστο Χωμενίδη) η Εριφύλη Μαρωνίτη. Αντί για τις ιδιότητές της ως δημοσιογράφου και μεταφράστριας θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε τη σημαντικότερη: μια ανάσα πολιτισμού στα δημόσια πράγματα του τόπου.

Περίεργο γιατί ο «μπαμπάς μας» –η έκφραση ήταν της γιαγιάς από το Μοναστήρι και χώραγε όλους τους βαθμούς συγγένειας, ανίψια, παιδιά, εγγόνια, ακόμη και ξαδέλφια –δεν φύλαγε φωτογραφίες. Κάτι που επιβεβαιώθηκε όταν αρχίσαμε το επώδυνο ξεκαθάρισμα στην τακτοποιημένη αταξία των συρταριών του. Χαρτιά, αρχεία, φάκελοι, λογαριασμοί, βιβλία, πιστοποιητικά, αναμνηστικά από ταξίδια. Τι να κρατήσεις και τι άραγε να πετάξεις, ζει εδώ κριτήριο που να δίνει αξία στα άψυχα, υλικό να ανασυστήσει μια αλληλουχία γεγονότων, σχοινί που θα τραβήξει έστω και λίγο τον απόντα από το αμετάκλητο εκεί; Αναμνήσεις, γύψινα ξέφτια, που έλεγε και η θεία Πηνελόπη.

Φωτογραφίες πάντως δεν μάζευε! Εξαίρεση αποτελούσε ένα παλιό, δερματόδετο άλμπουμ, ακριβό μάλλον στην εποχή του, όπου ο ίδιος έβαζε με επιμέλεια ασπρόμαυρες φωτογραφίες επιβλητικών εκλιπόντων και από τα δύο σόγια, το οποίο και έδειχνε σε εξαιρετικές περιστάσεις με περηφάνια και τις απαραίτητες πληροφορίες, σε εγγόνια και ανίψια. Το άλμπουμ, που δεν είχε φωτογραφίες παρά στις πρώτες πέντε – έξι από τις βαριές σελίδες, με τα επιχρυσωμένα πλαίσια, έκλεινε πάντα με τη δίχως θλίψη διατυπωμένη κατακλείδα, «κάποια μέρα θα βάλετε και εμένα και τη μούτη εδώ» . Χαϊδευτικό από άλλη γλώσσα που έκανε όμως συμμετρική τη γυναίκα του, στο «μπαμπάς μας». Μούτη τη φωνάζαμε τελικά όλοι.

Η φωτογραφία ήταν τελευταία, κάτω από σωρό εγγράφων, σε συρτάρι που είχε εμφανώς καιρό να ανοιχτεί. «Νεαροί εφημεριδοπώλες μπροστά από τα γραφεία της εφημερίδας «Ατλαντίς», Νέα Υόρκη, αρχές 20ού αιώνα». Ο μόνος που δεν κοιτάζει τον φακό, αλλά γυρισμένος προφίλ δείχνει να διαβάζει, σε κύκλο. Οχι και τόσο νιούτσικος, αν και ποτέ δεν μπορείς να πεις με σιγουριά για εκείνη την εποχή. Μεγάλωνες απότομα στο ρούχο.

Τη μύρισε, κατά την προσφιλή του συνήθεια, καθότι χαρτί. Συγκρατώντας το αναμενόμενο φτάρνισμα, τη γύρισε από τη λευκή όψη. Διάβασε με δυσκολία τα μισοσβησμένα γράμματα, μια αρχική καμπύλη και χαρακτήρες δυσανάγνωστοι. Ο Πέτρος. Λέξη παραπάνω. Γιατί η φωτογραφία δεν ήταν στη θέση της; Τι γύρευε το άρθρο μπροστά από το όνομα; Η ξένη πόλη στην οικογενειακή γεωγραφία;

Στο λήμμα «Ατλαντίς» διαβάζει: «…μόλις δεκαεξαετής ούσα να καταστή επί τοσούτον πολύφερνος, περιζήτητος και ναζού, ώστε άλλοτε μεν με τα θέλγητρά της να κατακτά κόσμον και εραστάς, άλλοτε δε με τινάς ιδιοτροπίες της να κάμη τινάς ολίγον αθύμους»! Δεν επρόκειτο για γυναίκα αλλά για την πρώτη εφημερίδα της ομογένειας που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη το 1894 (είχε προηγηθεί ο «Νέος Κόσμος» στη Βοστώνη το 1892), αν οι πληροφορίες ήταν ακριβείς.

Στο δερματόδετο άλμπουμ που αναζήτησε την επομένη, εκτός από τη θέση που περίμενε, καμία ένδειξη που να παραπέμπει σε άγνωστο παρακλάδι ή υπερωκεάνιο άλμα του οικογενειακού δέντρου. Μικρά Ασία, Θράκη και Ανατολική, σημερινά Σκόπια, Ολυμπος, Θεσσαλονίκη. Στύβει το μυαλό του για ονόματα που να κυκλοφορούσαν με μυστηριώδεις αποσιωπήσεις, κουβέντες που να υπονοούν ένοχα μυστικά στις οικογενειακές διηγήσεις. Τζίφος.

Το κλειδί στην πόρτα σήμαινε ότι ο Νίκος είχε έρθει για να βοηθήσει εκείνη την ημέρα στο ξεκαθάρισμα.

«Τι παιδεύεις εκεί;» τον ρώτησε αντί για καλησπέρα ο αδελφός του.

«Τον Πέτρο» απάντησε κι αυτός, κάνοντας ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω για να προφυλάξει τη φωτογραφία από την αμεσότητα του άλλου. Δεν πρόλαβε ωστόσο, γιατί ο Νίκος, του την τραβούσε ήδη μαλακά από το χέρι.

«Θα πρέπει να είναι ο χαμένος, ετεροθαλής αδελφός του παππού» είπε, σαν να έλεγε το αυτονόητο, την ώρα που περιεργαζόταν την πίσω, λευκή όψη με τα μισοσβησμένα ορνιθοσκαλίσματα.

«Θα μας τρελάνεις Νίκο;».

Είχε πραγματικά θυμώσει, καθώς αποδεικνυόταν εντελώς ανυποψίαστος.

«Και εσύ πώς το ξέρεις;».

«Από τη θεία Πηνελόπη, φυσικά. Με δυο λόγια και από τα λίγα που θυμάμαι. Αν τα θυμάμαι σωστά. Ο πατέρας του παππού, γεννημένος κάπου το 1885 έκανε έναν πρώτο γάμο και ήταν από τους πρώτους που με τη νιόπαντρη έγκυο και ένα μπογαλάκι ασπρόρουχα μπάρκαρε για την Αμερική. Κάπου λίγο μετά το γύρισμα του 20ού αιώνα. Εκεί αποκτά τον πρώτο του γιο, τον οποίο μεγαλώνει μονάχος καθότι η γυναίκα του πεθαίνει στη γέννα. Ο θείος Πέτρος μεγάλωσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης κάνοντας θελήματα. Ηταν φιλότιμος, περήφανος αλλά και πεισματάρης, κατά τη θεία Πηνελόπη. Οι Ελληνες υποστηρίζονταν μεταξύ τους και φαίνεται τον πήραν να πουλάει την “Ατλαντίδα”, αν και δεν ήξερε γράμματα όπως και οι περισσότεροι μετανάστες τότε. Τους τίτλους της εφημερίδας που έπρεπε να διαλαλήσουν, τους μάθαιναν απέξω. Εδώ δεν πρέπει να είναι πάνω από 18, τον μεγαλώνει το ρούχο. Οσο για το προφίλ, είναι για προφύλαξη! Μη τον σταμπάρει κάποιος και τον τρέχει για χαρτιά και άλλα παρόμοια».

Τον κοιτούσα αποσβολωμένος. «Στη συνέχεια τι έγινε; Ο μπαμπάς μας γνώριζε την ύπαρξή του; Ειδάλλως, η φωτογραφία πώς βρέθηκε στο συρτάρι του;».

«Ενα ένα» είπε μαλακά ο Νίκος.

«Από όσα θυμάμαι κι εγώ από τις ιστορίες της Πηνελόπης, ο θείος Πέτρος κάποια στιγμή μουλάρωσε και ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Ποια Ελλάδα δηλαδή τότε, εκείνος όμως ήθελε να δει, έλεγε, την πατρίδα. Ο προπάππους ανένδοτος, οπότε πάνω στις απανωτές συγκρούσεις πατέρα – γιου, ο θείος μια μέρα εξαφανίζεται! Δεν ξαναβρέθηκε ποτέ! Ο πατέρας του είδε και απόειδε, θέλησε να παντρευτεί μια Αμερικάνα, να ξαναρχίσει τη ζωή του, αλλά οι άλλοι ομογενείς δεν τον άφησαν να φέρει μια ξένη στο σινάφι τους! Οπότε γύρισε πίσω. Κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, λεπτομέρειες άλλες δεν θυμάμαι, η θεία Πηνελόπη έλεγε ότι προσπάθησε να βρει τον χαμένο του γιο, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Οπότε έβαλε “Χ” στα παλιά, στην “προϊστορία” όπως έλεγε η Πηνελόπη, γνώρισε τη γιαγιά και η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή».

«Ναι, αλλά η φωτογραφία;» επέμεινα.

«Δεν ξέρω γιατί την κράτησε ο μπαμπάς μας» είπε ο Νίκος τονίζοντας το «μας» με ένα αδιόρατο νεύμα. «Η ιστορία λέει ότι ο προπάππους είχε ζητήσει ένα από τα εγγόνια να πάρει το όνομα του χαμένου. Δεν του έγινε το χατίρι. Ο παππούς που έγινε δάσκαλος, ήταν καημός του πατέρα του. Τα γράμματα. Δημήτρη τον έλεγαν, σαν εσένα. Τι τα σκαλίζεις; Ιστορίες, γύψινα ξέφτια, που θα έλεγε και η θεία Πηνελόπη. Εκφραση κι αυτή. Ξέρεις τι σημαίνει;».

Σιγά μην του έλεγε.