Ο Ομπάμα έφυγε, αλλά ο Σόιμπλε έμεινε. Τα καλά λόγια του απερχόμενου αμερικανού προέδρου πέρασαν και τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έμεινε πάλι μόνη με τον εαυτό της, τα προβλήματά της και τις υποχρεώσεις της στο καυτό μέτωπο της οικονομίας.
Το έκανε σαφές αυτό η γερμανική πλευρά με την ακαριαία απόρριψη των εκκλήσεων Ομπάμα για άμεση ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Οπως και με την υπενθύμιση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση με το τρίτο Μνημόνιο για συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Το κάνει εξίσου ξεκάθαρο η πορεία των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Ολα τα κρίσιμα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης παραμένουν ανοιχτά, παρά τον διακηρυγμένο κυβερνητικό στόχο για την ολοκλήρωσή της έως το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, ώστε να αρχίσουν μετά οι συζητήσεις για την ένταξη της χώρας στο QE.
Μπορεί η επανεμφάνιση θετικού προσήμου στην πορεία της οικονομίας το τρίτο τρίμηνο του έτους και η υπεραπόδοση των εσόδων το διάστημα αυτό να ανατρέψουν την κατάσταση; Ισχυρές αμφιβολίες εκφράζουν αξιόπιστοι κύκλοι της οικονομίας. Θεωρούν ότι, κατ’ αρχάς, πρόκειται για δύο θετικές εξελίξεις. Ωστόσο, επισημαίνουν τους κινδύνους να αποδειχθούν ευάλωτες στον χρόνο. Βασικοί παράγοντες που προκαλούν υφεσιακές πιέσεις στην οικονομία εξακολουθούν να δρουν με δυναμικό τρόπο, ενώ και η πολιτική αβεβαιότητα στέλνει απαγορευτικά μηνύματα στις αγορές του εξωτερικού για επενδύσεις στην Ελλάδα. Οσο για τα υπερέσοδα που εμφανίζει ο προϋπολογισμός οφείλονται στην υπερφορολόγηση πολιτών και επιχειρήσεων, πολιτική που αποδεδειγμένα δεν αντέχει στον χρόνο και είναι θανατηφόρος για κάθε οικονομία.
Οι ίδιοι οικονομικοί κύκλοι μιλούν για «σταθεροποιημένη αβεβαιότητα χαρακτηρίζοντας τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας η οποία, από τη μια, αφήνει σταδιακά πίσω της την ύφεση εμφανίζοντας τάσεις σταθεροποίησης αλλά, από την άλλη, για μία σειρά από λόγους δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Ποιοι είναι οι λόγοι αυτοί;
–Η υψηλή φορολογία που γονατίζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Βυθίζει την κατανάλωση και στερεί πόρους από επενδύσεις για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η έκρηξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος και δείχνει τα όρια αντοχής της οικονομίας στην πολιτική αυτή.
–Η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στις τράπεζες. Οσο καθυστερούν οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για το πλαίσιο ρύθμισης των κόκκινων δανείων τόσο αυτά θα συνεχίσουν να σκοτώνουν την οικονομία. Αλλά και όσο παραμένουν σε εκκρεμότητα οι αλλαγές των διοικήσεων των τραπεζών και δεν εξασφαλίζεται σταθερό μάνατζμεντ για να λάβει τις δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται, άλλο τόσο δεν πρόκειται να προχωρήσουν οι ρυθμίσεις των κόκκινων δανείων. Η διοικητική κρίση στην Εθνική που σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από κακούς χειρισμούς και παρεμβάσεις της κυβέρνησης για τον έλεγχο της τράπεζας αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν.
–Η δυστοκία στις μεταρρυθμίσεις οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αφορούν δημόσιες επιχειρήσεις που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις σημερινές συνθήκες ανταγωνισμού. Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει πλέον η ΔΕΗ, ύστερα από τόσα χρόνια πειραματισμών, δεν αφήνει χώρο για λαϊκισμούς στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων.
Για όλους αυτούς τους λόγους η αβεβαιότητα θα εξακολουθήσει να κρατά καθηλωμένη την πραγματική οικονομία και το 2017, όπως άλλωστε προβλέπουν στις αναλύσεις τους οι μεγάλοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί.