Μία και μόνο φορά γιορτάστηκε το Πολυτεχνείο όπως αληθινά του άξιζε: στις 17 Νοεμβρίου 1974. Τότε διεξήχθησαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές ύστερα από δέκα χρόνια πολιτικής ανωμαλίας και δικτατορίας. Οι Ελληνες προσήλθαν στις κάλπες μαζικότατα. Η ελεύθερη ψήφος τους αποτέλεσε τον ιδανικό φόρο τιμής σε όσους αντιστάθηκαν στη χούντα.
Από το 1975 ξεκίνησαν ο ευτελισμός και η καπηλεία. Οι πολιτικοί να καταθέτουν στεφάνια και να δηλώνουν κοινοτοπίες υπό τα χειροκροτήματα της κλάκας. Η φονικότερη τρομοκρατική οργάνωση να σφετερίζεται την ημερομηνία της εξέγερσης. Τα κόμματα να συγκροτούν το καθένα το δικό του μπλοκ στην πορεία, να φωνάζουν το καθένα τα δικά του συνθήματα –τα οποία αποφασίζονταν σε συνεδριάσεις των «ανώτατων καθοδηγητικών οργάνων» και δίνονταν δακτυλογραφημένα στους μπροστάρηδες με τις ντουντούκες. Οι νεολαίες να στοιχίζονται πίσω από τα πανό και να παρελαύνουν προς την πρεσβεία ρίχνοντας βλέμματα αντιπάθειας η μία στην άλλη.
Δεν λέω –ωραία ήταν εκείνα τα φθινοπωρινά απόβραδα της δεκαετίας του ’80, που διασχίζαμε μέσα στα αμπέχονά μας, με τα μαλλιά μας να ανεμίζουν, το κέντρο της Αθήνας. Η αδρεναλίνη μας ανέβαινε στη θέα των ΜΑΤ, η ατμόσφαιρα είχε κάτι το επικό. Από τη μία γουστάραμε να ξεσπάσουν επεισόδια, να γίνουμε κι εμείς μάρτυρες ή –γιατί όχι; –πρωταγωνιστές μιας σύγκρουσης σώμα με σώμα. Από την άλλη βιαζόμασταν να ξεμπερδέψουμε με την επαναστατική γυμναστική και να πάμε σε κάνα ρεμπετάδικο μαζί με τις «συντρόφισσες» που είχαμε μόλις γνωρίσει. Ωσπου, το 1985, σκοτώθηκε ο Μιχάλης Καλτεζάς, συνομήλικός μας, και τα αστεία τέλειωσαν…
Στα 90s η Ελλάδα βρισκόταν πλέον στον αστερισμό του life style. Οι συγκεντρώσεις και οι πορείες είχαν βγει εντελώς εκτός μόδας. Το Πολυτεχνείο επιβίωνε κυρίως ως σχολική γιορτή.
Οι σχολικές γιορτές, σκηνοθετημένες με οδηγίες του υπουργείου Παιδείας, παραχάρασσαν και παραχαράσσουν ανελέητα το τιμώμενο γεγονός. Οι νεότερες γενιές διδάσκονται ότι κάποτε κυβερνούσε μία χούντα –με ποιες ιδέες; με ποια αποτελέσματα; -, μέχρι που οι φοιτητές ταμπουρώθηκαν στο Πολυτεχνείο –τι πίστευαν; ποιοι τους συμπαραστέκονταν και ποιοι, κυρίως, τους αποκήρυσσαν; –την τρίτη μέρα μπούκαρε το τανκ, οι ήρωες παρασύρθηκαν στο διάβα του σκαρφαλωμένοι στη σιδερένια πόρτα και λίγο αργότερα η χούντα έπεσε και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μια αφήγηση σχηματική, στρογγυλεμένη, αφελής, που φοβάται να πει ότι στο Πολυτεχνείο πρωτοστάτησαν η Δαμανάκη και ο Λαλιώτης, ότι ο Παπαδόπουλος ανετράπη από τον ακόμα χειρότερό του Ιωαννίδη και πως η Μεταπολίτευση ήρθε όχι χάρη στους φοιτητές, αλλά εξαιτίας της εισβολής στην Κύπρο. Και δώσ’ του «Ενα το χελιδόνι» και «Δεν θα περάσει ο φασισμός» –στη λέξη φασισμός δίνει ο καθένας ό,τι νόημα γουστάρει. Ετσι η ζώσα Ιστορία καταντάει πληκτική επέτειος και τα παιδιά, όταν αγανακτούν, φωνάζουν στις πλατείες «η χούντα δεν τελείωσε το ’73»…
Μετά τη χρεοκοπία του 2010, οι μαζικές κινητοποιήσεις επαναλήφθηκαν. Ο κόσμος ξαναβγήκε στους δρόμους παραζαλισμένος, διαψευσμένος από τις παλιές του ηγεσίες, πρόθυμος να πιστέψει όποιον του έταζε ότι θα καταργούσε τα Μνημόνια με έναν νόμο του ενός άρθρου. Ωσπου φτάσαμε φέτος, τη μια μέρα να αποθεώνουμε τον Ομπάμα και την επόμενη ακριβώς να διαδηλώνουμε στην αμερικάνικη πρεσβεία. Οπως οι ζωντοχήρες που ξαναπαντρεύονται, ρίχνουν ωστόσο κάπου κάπου και κάνα πονηρό βλέμμα στον πρώτο τους άντρα…
Το «Πολυτεχνείο Ζει» έχει καταντήσει σαν ένα δέντρο που στολίστηκε παραμονές Χριστουγέννων και ξεχάστηκε στο σαλόνι να αραχνιάζει μέχρι τον Απρίλιο. Ας βρεθεί επιτέλους μια κυβέρνηση να το ξεστολίσει.
Από σεβασμό, αν μη τι άλλο, προς το νεανικό αστέρι που έλαμψε μια νύχτα, στις 17 Νοεμβρίου του 1973, στον αττικό ουρανό.