Η εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ στην πρωθυπουργία της Βρετανίας, το 1979, και η εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν στην αμερικανική προεδρία έναν χρόνο αργότερα έθεσαν τη σοσιαλδημοκρατία μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση: πώς να αντιμετωπίσει χαρισματικούς, δημοφιλείς, σοβαρούς (όπως αποδείχθηκε ακόμη και για τον Ρίγκαν) και καθαρά δεξιούς ηγέτες. Η απάντησή της ήταν να αναδείξει ηγέτες εξίσου χαρισματικούς, δημοφιλείς και σοβαρούς –αλλά όχι «καθαρά αριστερούς». Οι περιπτώσεις των Φρανσουά Μιτεράν και Φελίπε Γκονθάλεθ, τη δεκαετία του ’80, και των Τόνι Μπλερ και Γκέρχαρντ Σρέντερ, την επόμενη δεκαετία, έδειξαν μια Αριστερά ψύχραιμη, ώριμη, που αντιμετώπιζε όμως κρίση ταυτότητας. Μια Αριστερά που παραδόθηκε στην «ενιαία σκέψη», παρακολούθησε απαθής την αύξηση των ανισοτήτων και δεν κατάλαβε καν πότε άρχισε να χάνει τους παραδοσιακούς της ψηφοφόρους.

Το ουσιαστικό πρόβλημα άρχισε τότε. Και εκδηλώνεται σήμερα με τον πιο εκρηκτικό τρόπο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε τη λαϊκή ψήφο αλλά έχασε τον Λευκό Οίκο, και στη Γαλλία, όπου ο υποψήφιος της Κεντροαριστεράς δεν θα είναι κατά πάσα πιθανότητα υποψήφιος στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Μπορεί να βρει κανείς αρκετά κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο χώρες, ξεχωρίζει όμως ένα: ότι η εργατική τάξη όχι μόνο απομακρύνθηκε από τον φυσικό της αντιπρόσωπο, αλλά κατέφυγε στην Ακροδεξιά –ή, εν πάση περιπτώσει, στη λαϊκιστική Δεξιά. Στην Αμερική το είδαμε. Στη Γαλλία, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό των εργατών που σκοπεύουν να ψηφίσουν τη Μαρίν Λεπέν φτάνει το 45%!

Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται έτσι αντιμέτωπη με μια νέα πρόκληση. Και η απάντησή της αυτή τη φορά μοιάζει να είναι διαφορετική. Αφού οι «συστημικοί» αποδοκιμάστηκαν και απέτυχαν, καιρός να δοκιμαστεί κάτι άλλο. Αφού οι προτάσεις και τα προγράμματα δεν πουλάνε, ήλθε η ώρα του συναισθήματος. Ο δεξιός λαϊκισμός σαρώνει; Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί είναι με έναν άλλο λαϊκισμό, αριστερό. Τι είναι δηλαδή το Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ, πιο ξύπνιοι; Στο κάτω κάτω, η λέξη είναι παρεξηγημένη, παλιότερα ο λαϊκισμός στις μεν Ηνωμένες Πολιτείες ταυτιζόταν με την κοινωνική πρόοδο, στη δε Γαλλία παρέπεμπε σε ένα λογοτεχνικό ρεύμα που ήταν αντίθετο στη μεγαλοαστική λογοτεχνία.

«Η ψυχανάλυση έχει αποδείξει ότι η ταυτότητα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο οι διαδικασίες της ταυτοποίησης, που λειτουργούν με τα συναισθήματα», λέει στη «Λιμπερασιόν» η βελγίδα φιλόσοφος Σαντάλ Μουφ, που τοποθετεί τον εαυτό της στο μετα-μαρξιστικό ρεύμα. «Η Δεξιά γνωρίζει πολύ καλά να τα επιστρατεύει και να τα αποκρυσταλλώνει σε ένα “εμείς”, ενώ η Αριστερά χρησιμοποιεί μόνο τον ορθό λόγο. Οπως έλεγε όμως ο Σπινόζα, ένα συναίσθημα δεν μπορείς να το κερδίσεις με ένα επιχείρημα, παρά μόνο με ένα ισχυρότερο πάθος». Κάπως έτσι σκέφτονται στο Δημοκρατικό Κόμμα κι αρχίζουν να σπρώχνουν την υποψηφιότητα του Τομ Χανκς. Οι έρμοι οι γάλλοι σοσιαλιστές, όμως, πού να βρουν ένα αντίστοιχο αστέρι; Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα ελληνική Κεντροαριστερά από ποια δεξαμενή του αριστερού λαϊκισμού να αντλήσει τον αρχηγό της;