Ενας καινούργιος, παράξενος πολιτικός όρος πλανιόταν σαν αραιή ομίχλη πάνω από τις διεθνείς αναλύσεις πριν πυκνώσει σε δυσοίωνο σύννεφο με το Brexit και, ακόμη περισσότερο, με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ: postfactual politics. Η μετάφρασή του είναι δύσκολη, γιατί πρέπει να αποφασίσεις τι ακριβώς είναι τα facts: αντικειμενικά δεδομένα, γεγονότα, στατιστικές μετρήσεις, προφανείς καταστάσεις; Αλλά αυτή ακριβώς η ειδική μεταφραστική δυσκολία αναδεικνύει και το πολιτικό πρόβλημα. Γιατί παρότι πολύσημη, η λέξη fact παραπέμπει πάντοτε σε κάτι αδιαμφισβήτητο, που κάθε εκδοχή του μπορεί όμως να αμφισβητηθεί με την επίκληση κάποιας άλλης, και αυτό ακριβώς συμβαίνει με το φαινόμενο που περιγράφει ο νεόπλαστος όρος. Εχουμε να κάνουμε με μια καινούργια πραγματικότητα, που βρίσκεται στον αντίποδα της πραγματικότητας των facts.
Η postfactual politics (ας την αποδώσουμε συμβατικά, αν και με κίνδυνο παραπλάνησης, ως μεταπραγματική πολιτική) εκφράζει και φιλοδοξεί να διαχειριστεί αυτή την «υπερπραγματικότητα». Το θρεπτικό υπόστρωμά της σχηματίστηκε από την κατάρρευση του κεντρικού πολιτικού αφηγήματος των ελίτ στις δυτικές κοινωνίες κάτω από την πίεση συνεπειών της παγκοσμιοποίησης όπως η αποδυνάμωση του έθνους-κράτους, η αποβιομηχάνιση, οι μετοικεσίες του κεφαλαίου, η συρρίκνωση της εργατικής τάξης, η αποσταθεροποίηση των μεσαίων στρωμάτων, η έκρηξη του Μεταναστευτικού και του Προσφυγικού, ο ισλαμικός εξτρεμισμός κ.λπ. Για το πότισμά της φροντίζουν το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου αποδεδειγμένα πλέον (και προβλέψιμα εξαρχής) έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι η ορθολογικότητα και η έγκυρη πληροφόρηση. Η εικονική επικοινωνία μέσα από τα social media διαμορφώνει μια απόλυτα πραγματική, ευρύτατη κοινότητα διαθέσεων, έτοιμη να αγκαλιάσει ό,τι δεν της προσφέρουν πια οι κατεστημένες ελίτ: ένα αφήγημα που απαντάει στη δυσφορία, τους φόβους, την οργή της υποσχόμενο μια λυτρωτική αλλαγή πορείας.
Ζούμε έτσι μια κατάσταση που είναι το αποκορύφωμα, αλλά πιθανότατα και η αρχή του τέλους της μαζικής δημοκρατίας. Η «μεταπραγματική» πολιτική υπόσχεται λύσεις σε πραγματικά προβλήματα που η «πραγματική» πολιτική θεωρεί ανύπαρκτα ή τα υποβαθμίζει από αμηχανία. Η «μεταπραγματική» πολιτική, όταν κατακτά την εξουσία, έχει μπροστά της δύο ενδεχόμενα. Ή να προσκρούσει πολύ γρήγορα στη «συστημική» πραγματικότητα που αρνείται, να αντιληφθεί τη δική της αδυναμία και να μεταλλαχθεί σε μη πολιτική, δηλαδή σε μια στάση που ούτε αποτολμά τη ρήξη με αυτή την πραγματικότητα ούτε μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να δράσει αποτελεσματικά στο πλαίσιό της (η περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ). Ή, αντίθετα, να προχωρήσει στη ρήξη σύμφωνα με τις επαγγελίες της και να παραγάγει μια κατάσταση η οποία θα κάνει τις «συστημικές» ελίτ και τις ομάδες του πληθυσμού που στοιχίζονται πίσω τους να άρουν τη νομιμοφροσύνη τους στη δημοκρατική διαδικασία (κάτι που ήδη διαφαίνεται την επαύριον της νίκης του Τραμπ).
Είτε η μία περίπτωση είτε η άλλη θα είναι η εισαγωγή στο ρέκβιεμ της μαζικής δημοκρατίας. Η διαδικτυακά πολλαπλασιασμένη κοινότητα διαθέσεων, απογοητευμένη από μια παράλυτη «μεταπραγματική» πολιτική όπως προηγουμένως από τη «συστημική» πολιτική, θα χάσει τα τελευταία ίχνη πίστης στη δυνατότητα ριζικών αλλαγών με δημοκρατικές μεθόδους και θα παραιτηθεί από την πολιτική ή θα στραφεί σε μορφές τυφλής βίας. Η άρνηση, από την άλλη, των «συστημικών» ελίτ και των συμμάχων τους να αποδεχθούν ένα δημοκρατικό τετελεσμένο που θεωρούν απαράδεκτο θα οδηγήσει στην de facto απόρριψη της ανοιχτής κοινωνίας της οποίας υπεραμύνονται, σε κοινωνικοπολιτικά στεγανά και τελικά σε εμφυλιοπολεμικές συνθήκες. Και στις δύο περιπτώσεις περιμένει στο βάθος η αυταρχία.
Μα πού είναι σε αυτά τα σενάρια η προοπτική που οραματίζονται κάποιοι σαν τον Ζίζεκ; Ο Σλοβένος είχε ευχηθεί νίκη του Τραμπ, εκτιμώντας ότι θα αφυπνίσει τη ριζοσπαστική Αριστερά, θα πυκνώσει τις γραμμές της και θα επιταχύνει τη σύγκρουσή της με το σύστημα. Από μόνη της η εκτίμηση αυτή δείχνει ότι η ριζοσπαστική Αριστερά του κινείται στον ίδιο χώρο με τον Τραμπ, της μεταπραγματικής πολιτικής. Φυσικά, πολύ λιγότερο πετυχημένα. Γιατί και η φρενίτιδα των μεταπραγματικών πτήσεων έχει όρια.