Η αθλητική δημοσιογραφία αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν ως παρίας στον ελληνικό Τύπο. Οι εκπρόσωποί της θεωρούνταν δευτεροκλασάτοι και συνήθως εκτοπίζονταν στα πιο απρόσιτα μέρη των κτιριακών εγκαταστάσεων των εφημερίδων και των περιοδικών. Για να μην τους βλέπουν και –κυρίως –να μην τους ακούν.
Πολλοί από το σινάφι μας, όταν ανέβηκαν στη δημοσιογραφική ιεραρχία, απέφευγαν να δηλώνουν στο βιογραφικό τους το παρελθόν τους, πιστεύοντας πως έτσι το διαγράφουν.
Κάποτε λοιπόν, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, μπήκε στο γραφείο ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας προερχόμενος από άλλο τμήμα. Δύο ήταν συνήθως οι λόγοι για εκείνες τις επισκέψεις. Ή γιατί ήθελε προσκλήσεις για ντέρμπι ή για να πει την εξυπνάδα του και να μας υποτιμήσει.
Για κακή του τύχη, επικεφαλής του αθλητικού τμήματος εκείνη την εποχή ήταν ένας κολοσσός της δημοσιογραφίας που επισκίαζε οποιονδήποτε στεκόταν δίπλα του. Οταν άκουσε για πολλοστή φορά τις κομπορρημοσύνες του συναδέλφου, στράφηκε προς την πλευρά του και του είπε: «Αγαπητέ, για να γίνεις αθλητικός συντάκτης πρέπει να είσαι καλός στο ελεύθερο ρεπορτάζ, στο αστυνομικό, στο δικαστικό, στο πολιτικό και στο πολιτιστικό. Επίσης, πρέπει να γνωρίζεις τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα με τόσους ξένους που παίζουν στην Ελλάδα».
Εκτοτε ο συνάδελφος αραίωσε τις επισκέψεις του κι εγώ θυμάμαι τα λόγια του διευθυντή μου με όσα συμβαίνουν πια στο ελληνικό ποδόσφαιρο.