Η επίσκεψη Ομπάμα ήταν απλώς μία ακόμη αφορμή για να αναδυθεί σε όλη της τη μικροπρέπεια η άποψη που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια και σύμφωνα με την οποία η ευπρέπεια, σε όλες της τις παραμέτρους, είναι απότοκη μικροαστισμού και κοινωνικής υποκρισίας, ένδειξη καθεστωτισμού και συντηρητικής ιδεολογίας. Με απλά λόγια, ο μάγκας ο σωστός ο προοδευτικός, ο καλλιτέχνης ο προχωρημένος και ο μη εξωνημένος, ο επαναστάτης νεωτεριστής και ο εικονοκλάστης ιδεολόγος πρέπει να είναι αγενής, εριστικός και μπρούτος, να έχει αντικαταστήσει το τριαντάφυλλο στο πέτο της επανάστασης με πιτυρίδα και, με τα πόδια ανεβασμένα στο τραπέζι, να υποχρεώνει τον απέναντί του να «συνομιλεί» με τις τσίχλες στις σόλες των παπουτσιών του. Και όποιος ενοχλείται από αυτό είναι αναχρονιστικός, δηθενάς, εκπρόσωπος μιας σουσουδίστικης, διαπλεκόμενης ελίτ και το υψωμένο φρύδι του εξόργισε της γης τους νεοκολασμένους. Γι’ αυτό ψηφίζουν Brexit και Τραμπ. Μοιάζει σαν total recall από τη δεκαετία του 1980 που επωάστηκε εκ νέου στην αγκαλιά του αντιμνημονιακού τόξου και καταστάλαξε στην ιδέα πως, αν σκάψεις τον Πολάκη, είναι πιθανόν να βρεις βαθιά μέσα του τον Τσε Γκεβάρα. Τον Βελουχιώτη θα τον έχεις ήδη εντοπίσει στα πάνω πάνω στρώματα.
Η αποφορά αυτής της άποψης εκτείνεται και πέραν της πολιτικής σκηνής. Αλλιώς δεν θα ευδοκιμούσε. Μία εβδομάδα πριν ο πρόεδρος των ΗΠΑ μάς κάνει, εκ της συγκρίσεως, να αντιληφθούμε ότι η παράβαση του πρωτοκόλλου δεν είναι μαγκιά, είναι αυτοταπείνωση, βρέθηκα στο Μέγαρο Μουσικής, στην απονομή ετήσιων θεατρικών βραβείων. Καλλιτέχνες και των δύο φύλων που ήξεραν, έστω και μία μέρα πριν, ότι θα βραβευτούν ανέβηκαν στη σκηνή να παραλάβουν το βραβείο τους άλουστοι και αχτένιστοι, με τσαλακωμένα ή παράταιρα ρούχα, σακουλιασμένα και με λεκέδες παντελόνια, στραβοπατημένα και σκονισμένα παπούτσια. Και θυμήθηκα έναν άλλον καλλιτέχνη, τον ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο, που στην έκθεσή του «Τα στοιχειώδη» είχε χαράξει πάνω σε ένα ξύλο δύο λόγια για τον άνθρωπο της σκληρής δουλειάς που μέλημά του, μόλις ξυπνήσει, είναι να ρίξει λίγο νερό επάνω του για να ευπρεπιστεί.
Και από την αρετή της ευπρέπειας φτάσαμε στη δικτατορία της απρέπειας. Που θα σε κατατάξει στους νεροκουβαλητές του συστήματος και στους απολογητές του παλαιοκομματισμού αν σχολιάσεις τη γραβάτα που δεν φόρεσε ο Τσίπρας, το πώς χύθηκε με ανοιχτά τα πόδια στην πολυθρόνα, την ανάποδη χειραψία του στον Ομπάμα, τη χρήση του ενικού, τα χέρια στις τσέπες. Που πιστεύει ότι το Χαρβαρντ είναι κάτι σαν χώρος δεξιώσεων όπου οι φοιτητές, πίνοντας σαμπάνια, κάνουν αέρα με τις γραβάτες τους. Και θεωρούν την ευπρέπεια υποταγή στα «πρέπει». Η εικόνα όμως είναι αμείλικτη όταν η απρέπεια είναι εκκωφαντική όπως σε αυτήν την περίπτωση. Φανερώνει ό,τι ο απρεπής προσπαθεί να κρύψει. Γιατί, αν κατά τον Μαρκ Τουέιν, οι καλοί τρόποι είναι η συμφιλίωση της μεγάλης ιδέας που έχουν κάποιοι για τον εαυτό μας με τη μικρή ιδέα που έχουν για τους άλλους, η έλλειψή τους συμφιλιώνει τους άλλους με την αυτογελοιοποίηση της αμετροέπειας. Και τους κάνει να αναρωτιούνται «Καλά, η μάνα του δεν του έμαθε τρόπους;»