Πώς να είναι άραγε η άβυσσος, ένας τόπος ανεξερεύνητος, όπως τον ορίζει το λεξικό, σε βάθος όπου δεν φτάνει το ηλιακό φως, και μεταφορικά μπορεί να σημαίνει και το σκοτεινό σημείο της ψυχής; Αρκεί για να τη γνωρίσεις να κατέβεις μια μαρμάρινη σκάλα στο κέντρο της Αθήνας και να χαθείς μέσα σε ένα υπόγειο 1.800 τ.μ., που ώς τον Απρίλιο ήταν ξεχασμένο και γεμάτο σκουπίδια, με τους τοίχους του άλλους ασοβάτιστους με τα τούβλα σε κοινή θέα κι άλλους να έχουν προλάβει και να έχουν ντυθεί με γκρι-μαύρο πολυτελές μάρμαρο πριν από την εγκατάλειψη;

Είναι αρκετό να βρεθείς μπροστά σε ένα οικογενειακό τραπέζι που αιωρείται «παγωμένο» τη στιγμή που έχει εκραγεί, με τις καρέκλες, τα ποτήρια και τα πιατικά να βρίσκονται μια ανάσα πριν γίνουν θρύψαλα; Φτάνει να σταθείς μπροστά σε δυο ψηλά κατακόκκινα βουνά που μοιάζουν ματωμένα, αλλά επί της ουσίας είναι όγκοι από πέλος ξυρισμένου βελούδου, ή να αισθανθείς την απειλή που ελλοχεύει όταν ένα λάστιχο κήπου ετοιμάζεται να ποτίσει έναν ηλεκτρικό λαμπτήρα;

Δεν έχετε παρά να κατέβετε στο πολύ πρόσφατα επισκέψιμο πρώτο υπόγειο του Ωδείου Αθηνών –έναν από τους πολλούς άγνωστους κι ανεκμετάλλευτους χώρους που διαθέτει το κτίριο, το οποίο σχεδίασε ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, έμεινε ημιτελής λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και «μέσα σε δυόμισι μήνες απέκτησε τις υποδομές που απαιτούνταν ώστε να λειτουργεί νόμιμα και εν συνεχεία να αποφέρει εισόδημα στο Ωδείο», όπως εξήγησε η Ελίνα Κουντούρη, διευθύντρια του οργανισμού πολιτισμού και ανάπτυξης ΝΕΟΝ, ο οποίος και χρηματοδότησε το έργο με 180.000 ευρώ.

Εκεί όπου κάνει την τρίτη της στάση η έκθεση «Η υπέρβαση της άβυσσος» (μετά το Ρέθυμνο και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, τη Θεσσαλονίκη και το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης) που διοργανώνει ο ΝΕΟΝ με 41 έργα 34 σύγχρονων καλλιτεχνών –δημιουργίες όλα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών -, σε διάλογο με το χειρόγραφο της «Ασκητικής» του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα ύστερα από σύμπραξη με το Μουσείο Καζαντζάκη. «Καλώς ήρθατε στην άβυσσο». Με αυτά τα λόγια άλλωστε μας υποδέχτηκε μερικές ώρες πριν από τα εγκαίνια της Παρασκευής ο ένας εκ των δύο επιμελητών της έκθεσης (η οποία αποτελείται από έργα της συλλογής Δημήτρη Δασκαλόπουλου), ο ιστορικός τέχνης Δημήτρης Παλαιοκρασσάς. «Η Αθήνα άλλωστε είναι η πόλη της αβύσσου», πήρε τη σκυτάλη η συνεπιμελήτριά του, η διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης Μαρία Μαραγκού, που χαρακτήρισε τα έργα οριακά.

ΓΕΝΝΗΣΗ – ΘΑΝΑΤΟΣ. Τι περιλαμβάνει λοιπόν η «ελεύθερη μετάφραση των διαχρονικών μηνυμάτων της “Ασκητικής” σε εικαστική γλώσσα»; Τη διαδρομή του ανθρώπου από τη γέννηση ώς τον θάνατο μέσα σε έξι αίθουσες – σταθμούς. Η αρχή γίνεται με πολύ σπέρμα που εκρήγνυται τη στιγμή του οργασμού από τους Gilbert & George πλάι στα τοιχώματα του γυναικείου κόλπου που έχουν στεφθεί από μια πολύχρωμη περούκα κλόουν διά χειρός Μάικ Κέλι, αλλά και τα κόκκινα πανιά που έθαψε στη γη, βούτηξε στο νερό και άπλωσε στον αέρα ο Στάθης Λογοθέτης πριν τυλιχτεί με αυτά και τα ράψει με τρόπο που να θυμίζουν μη επουλωμένα τραύματα. Στο επόμενο βήμα ο τρόπος που παλεύουμε με τα τραύματα αποτυπώνεται μέσα από μια σελίδα των «Νιου Γιορκ Τάιμς», όπου στο πάνω μέρος υπάρχει άρθρο για το ότι το «Βατικανό συγχωρεί τις διακρίσεις κατά των ομοφυλοφίλων» και στο κάτω μέρος φιλοξενείται διαφήμιση νυφικών, στην οποία το πρόσωπο της νύφης έχει αντικατασταθεί από εκείνο του καλλιτέχνη Ρόμπερτ Γκομπέρ. Με το βίντεο όπου η Μαρίνα Αμπράμοβιτς καθαρίζει με συρμάτινη βούρτσα έναν σκελετό και, μεταξύ άλλων, με τα εκμαγεία της κοιλιάς της Αλίκης Παλάσκα από διαφορετικά υλικά την ώρα που εισπνέει και εκπνέει.

Σειρά έχουν «τα έργα χωρίς χαλινάρι», εκείνα που εκφράζουν την ασυγκράτητη δημιουργικότητα, με την έκρηξη του τραπεζιού μιας δυσλειτουργικής οικογένειας, της Ιωάννας Πανταζοπούλου, να κλέβει την παράσταση στη σκοτεινή καρδιά του υπογείου, δίπλα στο εντελώς παράλογο συνονθύλευμα αντικειμένων του Γκάρι Γουέμπ που υπαινίσσεται ότι προγραμματισμός και δημιουργικότητα δεν συνάδουν. Απαραίτητη είναι και η στάση στις 21 ανεστραμμένες τηλεοπτικές οθόνες που προβάλλουν ετεροχρονισμένα τη μαγνητοσκόπηση του «Ρέκβιεμ» του Βέρντι από το BBC το 1982, σε μουσική διεύθυνση του Κλάουντιο Αμπάντο, δημιουργώντας ένα ηχητικό πανδαιμόνιο στο έργο του Μαρκ Ουάλιντζερ.

Δυο σκάλες –μια μεγάλη ξύλινη που στηρίζεται σε μια μικρότερη αλλά πιο σταθερή αλουμινένια –παίζουν με την έννοια του αρσενικού και του θηλυκού στο έργο του Σάββα Χριστοδουλίδη που ανοίγει την ενότητα «Αγγίζοντας τον άλλο» και καταλήγει στα δυο πορφυρά βουνά που δεν σμίγουν κι είναι καμωμένα από ξυρισμένο βελούδο.

Την «Επιστροφή στην άβυσσο» σηματοδοτούν τα παπούτσια των πολιτικών αγνοουμένων της Κολομβίας που παρουσιάζει η Ντόρις Σαλσέντο. Το λάστιχο ποτίσματος που καταλήγει σε μια λάμπα από τον Κώστα Τσόκλη. Κι ο γρανιτένιος πάγκος –τάφος βάρους 500 κιλών –που υποδηλώνει το βάρος του θανάτου την ώρα που πάνω του φέρει χαραγμένο ένα κείμενο για το σεξ στο έργο της Τζένι Χόλτζερ.

Πριν από το φινάλε τους επισκέπτες περιμένει μια ηχητική έκπληξη: η εγκατάσταση των Γιώργου Κουμεντάκη και Σταύρου Γασπαράτου που έχουν συνθέσει ένα έργο στο πλαίσιο της εναλλακτικής σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής βάσει των ήχων του κτιρίου του Ωδείου.