Πριν από περίπου 30 χρόνια παλιοί μου μαθητές που ήταν πλέον υπάλληλοι στην Κομισιόν στις Βρυξέλλες, με κάλεσαν ανάμεσα σε άλλους έλληνες διανοουμένους να δώσω μια διάλεξη γιατί ένιωθαν πως μέσα στις στοίβες και το χαρτομάνι των εγκυκλίων χάνανε την αίσθηση της πατρίδας και τις… γεύσεις τους! Οι μαθητές μου που με υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο και αργότερα στο δείπνο μετά τη διάλεξή μου (για τη «γλώσσα» βέβαια), μου είπαν πως εξασφάλισαν αίθουσα για τη σειρά των ομιλιών που προηγήθηκαν και θα ακολουθούσαν σε ένα ελληνικό καφενείο που έδιωχνε τους πελάτες του και την παραχωρούσε. Τότε θυμάμαι ένας παλιός μου μαθητής με υψηλή θέση στην Κομισιόν μού μιλούσε για τη γραφειοκρατία (σκεφτείτε αμπαλάριζαν κάθε φορά όλο του το αρχείο, όταν γινόταν η ολομέλεια της Ευρωβουλής στο Στρασβούργο και το ξεαμπαλάριζαν όταν επέστρεφαν στις Βρυξέλλες!) και ανάμεσα στα άλλα (μια και μιλούσαμε για γλώσσα δα!), τις δυσκολίες στη μετάφραση από τα ελληνικά στις ευρωπαϊκές γλώσσες εννοιών ορολογίας. Η αποθέωση όμως ήταν όταν χρειάζονταν να μεταφράσουν ελληνικούς νεολογισμούς όπως «αναμονές», «επανασήκωμα», «μεταφορά συντελεστή».

Δύσκολα οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες μπορούσαν να καταλάβουν πώς μετατρέπονταν τα τετραγωνικά μέτρα οικοπέδου σε κυβικά μέτρα ως ποσοστό ιδιοκτησίας σε πολυκατοικία!

Εξάλλου σε πολυκατοικία που διέμενα κάποτε, το μισό οικόπεδο στο οποίο είχε κτιστεί ήταν μπαζωμένος χείμαρρος, άρα δημόσιος χώρος!

Αυτή την Ελλάδα της μετεμφυλιακής περιόδου παρέλαβαν οι εργολάβοι και την έπηξαν σε πολυκατοικίες χωρίς γκαράζ.

Κάποτε γράφοντας μια μονογραφία για την Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον τίτλο «Η Αλίκη στη χώρα των τραυμάτων» τη χαρακτήριζα «συνομήλικη» ως καριέρα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή διότι όταν εκείνη σάρκωνε το φτωχό κοριτσάκι που παντρευόταν τον γόνο πλούσιας οικογένειας στις ταινίες της εκείνος έφτιαχνε το Μον Παρνές, μπάζωνε τον Ιλισό, καταργούσε το τραμ και έστρωνε τη λεωφόρο προς το Σούνιο.

Εγραφα λοιπόν τότε γιατί τάραζαν στην κριτική, ιδιαιτέρως η Αριστερά, τη Βουγιουκλάκη και δεν έβγαζαν τσιμουδιά για την άναρχη ανοικοδόμηση. Αν η Βουγιουκλάκη πρόδιδε τον δάσκαλό της τον Ροντήρη, οι έλληνες μηχανικοί αρχιτέκτονες που γέμισαν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη αλλά και τη Λαμία με εκτρώματα ήταν μαθητές του Μιχελή, του Εγγονόπουλου και του Πικιώνη!

Η ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Γράφω αυτή την εκτεταμένη εισαγωγή για να δείξω πόσο πίσω πάει η στρέβλωση της κοινωνίας μας. Και βέβαια, είναι προς τιμήν των θεατρικών μας πατέρων που αμέσως και ευθέως είδαν την παθογένεια και την αποτύπωσαν στα έργα τους. Ηδη, όπως έγραφα και προχθές, ο «Φον Δημητράκης», ο «Ψεύτης» και ο «Κλέφτης» του Ψαθά, το θύμα της κρατικής λαμογιάς απόστρατος στρατηγός του «Ηρως με παντούφλες» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, το θύμα των εργολάβων ήρωας του «Εβδομη ημέρα της Δημιουργίας» και του εμβληματικού «Η αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη, όπου στο πρώτο ο φοιτητής φορτώνεται το πηλοφόρι και σκοτώνεται γιατί το γιαπί δεν έχει ασφάλεια και στο δεύτερο στον χώρο μιας ανθρώπινης ζεστής αυλής – αγκαλιάς αλληλεγγύης υψώνεται μια πολυκατοικία όπου ο σύνοικος δεν ξέρει πως στο διπλανό διαμέρισμα ξενυχτούν νεκρό!

Τέσσερις φορές σε έναν αιώνα είχαμε την ελπίδα πως ύστερα από μια καταστροφή (τον διχασμό, τη Μικρασία, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, τη Χούντα) θα βάζαμε μυαλό και θα οργανώναμε μια ορθολογισμένη κοινωνία με στέρεους θεσμούς, καθαρά κριτήρια ανάδειξης αξιών και παραγωγικής παιδείας και τα κάναμε κυριολεκτικά σαν τα μούτρα των προγόνων μας και των πατεράδων μας. Μετά τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα έρχονται οι Τριάκοντα, μετά την Αγια-Σοφιά η Κερκόπορτα, μετά τη νίλα του Δράμαλη η θυσία του Παπαφλέσσα, μετά το Γουδή το Εσκισεχίρ, μετά τον Γοργοπόταμο το Μακρονήσι, μετά το «Αξιον Εστί» και τον «Μεγάλο Ερωτικό» το Ναι στο Σύνταγμα των απριλιανών τυράννων.

Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα δύο αιώνων μόνο η ελληνική ποίηση (από τον Σολωμό και τον Κάλβο έως τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη), το ελληνικό μυθιστόρημα (από τον Ροΐδη και τους Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη, έως τον Καραγάτση και τον Ταχτσή), η ελληνική μουσική (από τον Καλομοίρη έως τον Θ. Αντωνίου), το μεγάλο ελληνικό τραγούδι και η σπουδαία εικαστική παράδοση (Παρθένης, Απάρτης, Μόραλης, Τσαρούχης), το ελληνικό θέατρο (Χουρμούζης, Καπετανάκης, Ξενόπουλος, Χορν, Καζαντζάκης, Καμπανέλλης) και Φ. Πολίτης, Ροντήρης, Κουν, Σολωμός, Βολανάκης, Κοτοπούλη, Βεάκης, Κυβέλη, Λαμπέτη, Παξινού, Μινωτής είναι η ενδοχώρα μας.

Και τώρα με χαρά και ενθουσιασμό υποδεχόμαστε συγγραφείς της σκηνής όπως ο Δήμου, ο Στάικος, ο Κατσικονούρης, ο Τσίρος και το έξοχο δίδυμο Ρέππας – Παπαθανασίου, να συνεχίσουν τη μεγάλη συγγραφική ομάδα μετά τον Καμπανέλλη, που πρόσφατα τίμησα. Είδα στο θέατρο Αποθήκη το δράμα των Ρέππα – Παπαθανασίου «Δεύτερη φωνή» και θέλω να τραγουδήσω την κριτική μου. Δανείζομαι αυτή την έκφραση από τον Κωστή Παλαμά που έγραψε πριν από 100 χρόνια: «Πρέπει και να τραγουδάμε κάποτε την κριτική μας». Να γιορτάζουμε γιατί ταλαντούχοι συμπατριώτες μας βρίσκουν τον στόχο, φτάνουν στον βυθό της εθνικής συνείδησης και φέρνουν στην επιφάνεια ναυάγια, πτώματα αλλά και σεντέφια, όπως έλεγε ο Καβάφης, και εβένους.

«Η δεύτερη φωνή» θα έπρεπε όπως και άλλα ανάλογα έργα αυτογνωσίας να προβάλλονται ή να αναγιγνώσκονται πριν από κάθε συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων και, αν γινόταν, να εξετάζονταν οι βουλευτές στο τέλος της συνεδρίας, για να δούμε τι κατάλαβαν και αν θα προσπαθήσουν να απαλύνουν λίγο τις πληγές της τόσο ταλαιπωρημένης αυτής χώρας. Δείτε το έργο ως μάθημα χωρίς ρητορικές κορόνες. Δείτε την αποτυχία άλλης μιας χαμένης γενιάς. Δείτε την έκπτωση όλων των αξιών και το ξεπούλημα όλων των τιμαλφών. Ιδέες, ήθη, γούστο, μέτρο, ευαισθησία, ρυθμός ισορροπία, υγεία, σπουδή έχουν πάει περίπατο σε μια μάντρα απορριμμάτων. Και οι δύο συγγραφείς σε μια γωνιά ξενυχτούν τον νεκρό.

«Η δεύτερη φωνή» είναι μια φωνήεσσα απελπισία γιατί απουσιάζει όντως κάθε ελπίδα. Αυτά τα έργα, όπως παλαιότερα του Καμπανέλλη, της Αναγνωστάκη, του Μουρσελά, του Σκούρτη, του Ποντίκα, αποτελούν το Μέγιστον Μάθημα και δεν χρειάζονται ανάλυση. Είναι.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης κολυμπάει πλέον σε οικεία νερά και κολυμπάει ως υπέροχος ναυτίλος. Δίδαξε έξοχα τον λόγο και την ελληνική χειρονομία χωρίς καταφυγή σε γραφικότητες. Ναι αυτή η παράσταση έχει ιθαγένεια. Θαυμάσιος ο κιτς χώρος που πνίγει την αυθεντικότητα που πεθαίνει της Αθανασίας Σμαραγδή. Θεατρικά τα κοστούμια της Τσάμη και η μουσική και το τραγούδι του Χριστοδουλόπουλου, μέλος της απελπισίας και της παρακμής.

Η Νένα Μεντή κατόρθωσε να κατέβει τόσο βαθιά στο πηγάδι χωρίς πάτο ώστε ανεδύθη ως αστική τραγωδός. Ο Ζιόβας στον καλύτερο ρόλο του, σε έναν ευνουχισμένο αριστερό ναυαγό σε εξωτικές φαντασιώσεις. Η Δανάη Σκιάδη με αξιοθαύμαστη κλιμάκωση έφτασε από την απάθεια στην οργή. Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς έχει γερή σκευή για στέρεους χαρακτήρες και ο Δημήτρης Σαμόλης ενδεικτικά αληθής στην υπερβολή μιας γνωστής νόθας νεοελληνικής περσόνας.

Αλλά δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω τον Γιώργο Κατσή. Αυτός ο νέος ηθοποιός έρχεται από τη μεγάλη δεξαμενή των γνήσιων ταλέντων. Η αποθέωση (τόσο νέος!) της τεχνικής, του πλήρους ελέγχου, του μυϊκού και του νευρικού συστήματος ως οργάνων της μουσικής, του λόγου.

Κείμενο:Θανάσης Παπαθανασίου, Μιχάλης Ρέππας

Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης

Παίζουν: Νένα Μεντή, Δανάη Σκιάδη, Γιώργος Ζιόβας, Κωνταντίνος Γαβαλάς, Δημήτρης Σαμόλης, Γιώργος Κατσής

Σκηνικά: Αθανασία Σμαραγδή

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Γιάννης Χριστοδου-λόπουλος

Σχεδιασμός φωτισμού: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Μανώλης Δούνιας, Ελενα Σκουλά

Πού: Στο Θέατρο Αποθήκη (Σαρρή 40, Ψυρή, τηλ. 210-3253.153)