Ακούμε εδώ και καιρό τα «λερωμένα, τ’ άπλυτα, τα παραπεταμένα» για συμμορία Ρομά που, με τη φιλική συμμετοχή γόνων επιχειρηματιών, έκλεβαν σπίτια, κατά προτίμηση διάσημων σταρ της σόουμπιζ, και τα τιμαλφή της μπάζας τα «έσπρωχναν», μέσω κοσμηματοπωλών, στην υψηλή κοινωνία. Στην ουσία, δηλαδή, πλούσιοι –Ρομά και μη –έκλεβαν πλούσιους τραγουδιστές και τα κλοπιμαία τα αγόραζαν άλλοι πλούσιοι, αδιευκρίνιστης επαγγελματικής ιδιότητας, πιθανότατα χωρίς να γνωρίζουν την προέλευσή τους –το παραμύθι ότι κάποιοι εκπεσόντες κροίσοι που τηρούν αυστηρά την ανωνυμία τους πωλούν κοσμήματα και ρολόγια για να ξεπληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ είναι, τον τελευταίο καιρό, πιο δημοφιλές και από την «Κοκκινοσκουφίτσα».
Τέτοια ανακύκλωση της ματαιοδοξίας στα χέρια ενός Μπλέικ Εντουαρντς θα γινόταν μια απολαυστική κωμωδία. Στην πραγματική ζωή, είναι απλώς η θλίψη που πιστοποιεί η επιβολή της φαντασίωσης ως αλήθεια. Ως μπον βιβέρ πέρασαν στην ειδησεογραφία κάποια μέλη της σπείρας που η περιγραφή των ηθών και της καθημερινότητάς τους, σε παλιότερες εποχές –τότε που οι πραγματικοί μπον βιβέρ έγραφαν ένα ανάλαφρο αλλά χαρακτηριστικό κεφάλαιο της σύγχρονης αστικής ιστορίας -, θα παρέπεμπε στο, έστω και μη εγκληματικό, περιθώριο. Και σαν κι αυτούς υπάρχουν πολλοί εκεί έξω. Νέοι άνθρωποι που έχουν μπερδέψει το ευ ζην με την επίδειξη μιλάνε για εκατομμύρια και συναλλάσσονται με εικοσάρικα, έχουν περιορίσει την καλή ζωή στα ασφυκτικά όρια ενός μπουζουξίδικου και σε ένα λαθραία αποκτημένο ρολόι μετράνε ανάποδα τις ώρες για τη μεγάλη ευκαιρία που δεν έρχεται ποτέ. Ε, αυτοί όχι μόνο δεν είναι μπον, αλλά, φοβάμαι, ούτε καν βιβέρ.