Ο Κωστής Στεφανόπουλος εξέπνευσε χθες στις 23:18, στο Νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν, όπου νοσηλευόταν από την Πέμπτη 17 Νοεμβρίου, με οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού, «αμφοτερόπλευρη πνευμονία εξ εισροφήσεως» όπως έλεγε το πρώτο ιατρικό ανακοινωθέν. Η υγεία του είχε επιδεινωθεί από το Σάββατο όταν οι θεράποντες ιατροί διαπίστωσαν ότι «παρά την εντατική θεραπευτική αγωγή, ο οργανισμός του δεν ανταποκρίθηκε και παρουσίασε ανεπάρκεια πολλαπλών οργανικών συστημάτων».

Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατέβηκε για πρώτη φορά υποψήφιος βουλευτής στην Αχαΐα το 1958 και εξελέγη το 1964 με την ΕΡΕ. Μεταδικτατορικά ήταν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας από το 1974 έως το 1985 και διετέλεσε διαδοχικά υπουργός Εσωτερικών (1974-76), Κοινωνικών Υπηρεσιών (1976-77) και Προεδρίας της Κυβερνήσεως (1977-81) στις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεωργίου Ράλλη. Διεκδίκησε δύο φορές την προεδρία της ΝΔ, αλλά την πρώτη έχασε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τη δεύτερη από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Το 1985 ίδρυσε το δικό του κόμμα, τη Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗΑΝΑ), που εννιά χρόνια αργότερα ανέστειλε –όπως είχε προαναγγείλει –τη δράση του γιατί δεν κατάφερε να εκλέξει ούτε έναν ευρωβουλευτή.

Η πολιτική καριέρα του Κωστή Στεφανόπουλου φαινόταν τότε σε πολλούς το λιγότερο ατυχής, αν όχι οριστικά τελειωμένη. Κι όμως, το 1995 εξελέγη στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας. Και για μία δεκαετία που έμεινε στο Μέγαρο της Ηρώδου του Αττικού, αντιμετωπίστηκε από την κοινή γνώμη, τον πολιτικό κόσμο και τα μίντια ως ένας υποδειγματικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ισως γι’ αυτό, χρόνια μετά, όταν έκανε καθημερινά ποδήλατο – η αγαπημένη του άθληση –από το σπίτι του στο Ρίο μέχρι απέναντι, στον δρόμο της Ναυπάκτου, τον χαιρετούσαν και του φώναζαν «γεια σου, Πρόεδρε!».

Την πρόταση για την πρώτη υποψηφιότητά του είχε καταθέσει η Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά, την οποία υιοθέτησε ο Ανδρέας Παπανδρέου και με τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσε στην τρίτη κατά σειρά ψηφοφορία στη Βουλή 181 ψήφους, διαδεχόμενος στην Προεδρία τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Με τη δεύτερη εκλογή του μάλιστα έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που υποστηρίχθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) και συγκέντρωσε τόσο μεγάλη πλειοψηφία (269 ψήφοι), καθώς και ο πρώτος Πρόεδρος που εξελέγη για δύο συνεχόμενες θητείες.

Δυο στιγμές. Αν υπάρχουν δύο στιγμές που σημάδεψαν τις δύο θητείες του, αυτές ήταν η προσφώνησή του προς τον Μπιλ Κλίντον, τον οποίο υποδέχθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου του 1999, και η στάση του στην μάχη των ταυτοτήτων το 2001.

Ο Στεφανόπουλος είπε, ανάμεσα σε άλλα, στον τότε πλανητάρχη ότι «η Ελλάς δεν ζητεί από κανέναν να μεσολαβήσει υπέρ αυτής, επικαλείται απλώς το δίκαιον και την νομιμότητα, διότι πιστεύει ότι βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας δεν είναι τόσον η στήριξη των πάσης φύσεως συμφερόντων μας, όσον η στήριξη της νομιμότητας». Με αυτόν τον τρόπο έβαζε στο τραπέζι του επίσημου δείπνου προς τιμήν του Κλίντον και της Χίλαρι το Κυπριακό και τις «διεκδικήσεις επί διαφόρων νήσων και νησίδων του Αιγαίου» από την Τουρκία, οι οποίες όπως τόνιζε «δεν θα έπρεπε ούτε ως σκέψεις να διατυπωθούν». Ο Τύπος χαρακτήρισε την ομιλία του ιστορική. Εύλογα, το πανελλήνιο είχε θεωρήσει εκείνη την εποχή ότι ο Πρόεδρος τα είχε πει «χύμα» στον αμερικανό ομόλογό του. Ο ίδιος, βέβαια, αντιμετώπιζε το περιστατικό μάλλον με μετριοπάθεια. «Απλώς προέβαλα τα δίκαια του τόπου μας. Δεν τον έβρισα τον άνθρωπο» είχε δηλώσει χρόνια αργότερα –αφού είχε αποχωρήσει από τη θεσμική του θέση –όταν είχε ερωτηθεί σε συνέντευξη για εκείνη την ομιλία. Προσέθεσε δε πως εκείνος δεν τη θεωρούσε την καλύτερή του.

Η αλήθεια είναι πως –με την ασφάλεια που παρέχει η χρονική απόσταση από τα γεγονότα –μάλλον ως πιο εμβληματική πράξη της πολιτικής σταδιοδρομίας του –και κυρίως της θητείας του στο ύπατο αξίωμα –πρέπει να θεωρηθεί η άρνησή του στο αίτημα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Τι κι αν ο Χριστόδουλος είχε συγκεντρώσει ένα εκατομμύριο υπογραφές και ο Στεφανόπουλος, ως συντηρητικός πολιτικός, είχε άριστες σχέσεις με την Εκκλησία; Λίγο μετά το τέλος της επίσκεψης του Αρχιεπισκόπου στο Προεδρικό, η Προεδρία της Δημοκρατίας εξέδωσε μια ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία «οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».

Αν πάντως η στάση του στο ζήτημα των ταυτοτήτων αποκαλύπτει κάτι για τον χαρακτήρα του και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τον θεσμό που κλήθηκε να υπηρετήσει, υπάρχει και μια σειρά από άλλες δημόσιες παρεμβάσεις του που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας αίσθησης καθήκοντος. Το 2000, για παράδειγμα, όταν κυριαρχούσε στα δελτία ειδήσεων ο αλβανός σημαιοφόρος Οδυσσέας Τσενάι και οι ρατσιστικές κορόνες μονοπωλούσαν τον δημόσιο διάλογο, εκείνος δήλωνε «ένα παιδί που μετέχει της ελληνικής παιδείας και αριστεύει, ασφαλώς γίνεται Ελληνας (υπό την ευρύτερη έννοια) και δικαιούται να φέρει την ελληνική σημαία».

Παρότι λαοφιλής, λοιπόν, δεν δίστασε σε ορισμένες περιπτώσεις να εκστομίσει αλήθειες που δεν ακούγονταν ευχάριστα στα αφτιά των μεγάλων ακροατηρίων. Και, αν και πολιτικός, ενίοτε δεν απέφευγε να πει αυτό που σκέφτεται. Οπως συνέβη σε ένα δείπνο που είχε παραθέσει η Γιάννα Αγγελοπούλου μετά τους Ολυμπιακούς στο σπίτι της. Ο Στεφανόπουλος μόλις είδε τον Πικάσο που κοσμούσε την είσοδο, της είπε «τι είναι αυτή η αηδία; Δεν μου αρέσει καθόλου».

Η επανεμφάνιση. Τα στοιχεία του χαρακτήρα του, που διαφαίνονται από αυτές τις ατάκες, ίσως εξηγούν την απόφασή του να επανεμφανιστεί στα πολιτικά πράγματα τον Δεκέμβριο του 2011, όταν επέλεξε να κάνει δήλωση στήριξης του Λουκά Παπαδήμου ζητώντας να εξαντλήσει ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός την τετραετία και να μην οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές. Βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση η αποδοχή της άποψής του κάθε άλλο παρά καθολική ήταν. Και παρότι, όπως αποκάλυψε μιλώντας στη Νίτσα Λουλέ, που έγραψε την βιογραφία του με τίτλο «Ενας μοναχικός πρόεδρος», από τότε που έφυγε από την ΝΔ δεν ξαναψήφισε Δεξιά, –ψήφισε «τον Λεωνίδα στην Ευρωβουλή, τη Δαμανάκη όταν ήταν πρόεδρος του Συνασπισμού και φυσικά το ΠΑΣΟΚ» -, το 2012 δεν ήξερε τι να κάνει μπροστά στην κάλπη.

Γεννημένος στην Πάτρα το 1926, όπου επί σειρά ετών άσκησε τη δικηγορία, είχε ζήσει όλη την ταραχώδη Ιστορία της χώρας. Αν λοιπόν μπορούσε να αφήσει μια παρακαταθήκη για την εποχή που ζούμε, αυτή συνοψίζεται τη φράση που συνήθιζε να λέει «απ’ ό,τι συμβαίνει και θα συμβεί, εμείς μαθαίνουμε μόνο το 20%».

Η δημόσια συγγνώμη

Δεξιός και αντικομμουνιστής στα πρώιμα πολιτικά του χρόνια, ο Κωστής Στεφανόπουλος («μετά τον Εμφύλιο ευχόμουν να πεθάνουν όλοι» εξομολογείται στο βιβλίο), άλλαξε στάση και δεν δίστασε σ’ ένα ταξίδι του στην Τασκένδη ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας να ζητήσει δημόσια συγγνώμη από τους εκεί πολιτικούς πρόσφυγες. Το ίδιο έκανε αργότερα και στην Ουγγαρία, στο χωριό Μπελογιάννης, που ιδρύθηκε από έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου στη μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη: «Η Αριστερά ανέδειξε πολλούς σπουδαίους ανθρώπους, διανοουμένους, τους οποίους χάσαμε υπό τραγικές συνθήκες. Πληρώσαμε όλοι τα λάθη που κάναμε – γιατί λάθη έγιναν από παντού – και είμαι ευτυχής να διαπιστώνω τώρα ότι αυτά είναι πια ξεπερασμένα».