22/11/2016

Τέλος στις ανησυχίες χιλιάδων γυναικών που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής βάζει μεγάλη αυστραλιανή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό BJOG, καθώς αποφαίνεται ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν αυξάνει τον κίνδυνο απόκτησης παιδιού με συγγενείς ανωμαλίες. Αντίθετα, ο κίνδυνος είναι μικρότερος συγκριτικά με την φυσιολογική σύλληψη, όταν η γυναίκα είναι άνω των 40 ετών.

Τα σημαντικά αυτά συμπεράσματα πηγάζουν από μεγάλη αναδρομική μελέτη που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας. Οι ερευνητές αξιολόγησαν στοιχεία για περισσότερες από 300.000 γεννήσεις στη Νότια Αυστραλία της περιόδου 1986-2002. Στο δείγμα περιλαμβάνονταν περισσότερες από 4.000 γεννήσεις μετά από προσπάθειες με εξωσωματική γονιμοποίηση. Συγκεκριμένα, 2.200 παιδιά είχαν γεννηθεί με την κλασική IVF και 1.600 παιδιά με τη μέθοδο της μικρoγονιμοποίησης (ICSI).

Το βασικό εύρημα της μελέτης είναι ότι, σε γυναίκες άνω των 40 ετών η πιθανότητα να γεννήσουν παιδιά με γενετικές ανωμαλίες είναι μικρότερη εφόσον αυτά προέρχονται από εξωσωματική και όχι από φυσιολογική σύλληψη.

Επιπλέον η μελέτη έδειξε ότι, δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της εξωσωματικής γονιμοποίησης και της ICSI με την εμφάνιση συγγενών ανωμαλιών στα νεογνά, ειδικά σε γυναίκες άνω των 35 ετών.

«Αυτό “αθωώνει” την τεχνική της εξωσωματικής γονιμοποίησης από παλαιότερες μελέτες, οι οποίες είχαν βρει ότι υπάρχει μια ελαφριά αύξηση των συγγενών ανωμαλιών σε παιδιά που έχουνε γεννηθεί ως αποτέλεσμα αυτής της τεχνικής», εξηγεί ο Χάρης Χ. Χηνιάδης, μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος με εξειδίκευση στην εξωσωματική γονιμοποίηση και την λαπαροσκοπική χειρουργική, συνεργάτης στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής του Μαιευτηρίου «ΜΗΤΕΡΑ».

Και προσθέτει ότι «πέρα από αυτό, βασικά ευρήματα της μελέτης ήταν ότι οι συγγενείς ανωμαλίες οφείλονται σε τρεις κυρίως λόγους: 1) στην ηλικία της μητέρας, 2) στο αν καπνίζει και 3) στα παιδιά που έχει γεννήσει κατά το παρελθόν. Αντίθετα η μελέτη έδειξε ότι γυναίκες οι οποίες δεν καπνίζουν, δεν κάνουν χρήση αλκοόλ, δεν κάνουν χρήση ναρκωτικών και παίρνουν συμπληρώματα με φολικό οξύ και βιταμίνη D έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να έχουν παιδιά χωρίς συγγενείς ανωμαλίες».

Ακόμα από την έρευνα βρέθηκε ότι, οι γυναίκες οι οποίες έχουν ένα ή δύο παιδιά από προηγούμενες εγκυμοσύνες, έχουν μικρότερη πιθανότητα να γεννήσουν παιδί με κάποια συγγενή ανωμαλία και αυτό είναι φυσιολογικό γιατί είναι αποδεδειγμένα γονιμότερες και άρα έχουνε ένα φυσιολογικό ιστορικό.

«Είναι πάρα πολύ σημαντικό να πούμε για τη μελέτη, η οποία γυρνάει έως και 30 χρόνια πίσω, ότι πρακτικά απαντάει σε ένα μεγάλο ερώτημα που μας θέτουν πολύ συχνά και δικαιολογημένα πολλά ζευγάρια, τα οποία έρχονται στα ιατρεία μας με πρόβλημα γονιμότητας και χρειάζεται να κάνουν εξωσωματική γονιμοποίηση, για το αν το παιδί τους κινδυνεύει να έχει χρωμοσωμικές ή γενετικές ανωμαλίες.

Ο κόσμος νομίζει ότι στο εργαστήριο “παίζουμε” και ταλαιπωρούμε τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια των ζευγαριών και αυτό μπορεί να έχει κάποια επίπτωση στο γενετικό τους υλικό. Οι μελέτες στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύουν ότι ο χειρισμός, που γίνεται πάντα με διεθνή πρότυπα, δεν έχει σαν αποτέλεσμα την αυξημένη πιθανότητα το παιδί που θα γεννηθεί να έχει γενετικές ανωμαλίες. Αντίθετα, με τη μελέτη αποδεικνύεται ότι οι χειρισμοί είναι ασφαλείς ακόμα κι αν πάμε έως και 15 χρόνια πίσω, που σημαίνει ότι ακόμα και οι τότε τεχνικές ήταν ασφαλείς για τα έμβρυα» τονίζει ο Δρ Χηνιάδης.

Και καταλήγει λέγοντας ότι, «η μελέτη αυτή έρχεται να προστεθεί σε άλλες, οι οποίες έχουν παρακολουθήσει τη νευρολογική και ψυχοκινητική εξέλιξη των παιδιών από εξωσωματική γονιμοποίηση μέχρι και το έβδομο έτος της ζωής τους. Οι μελέτες αυτές έχουν αποδείξει ότι τα παιδιά αυτά, τα οποία είναι πολύτιμα και προέρχονται μετά από προσπάθειες συνήθως πολλών ετών των γονιών τους να συλλάβουν και να τεκνοποιήσουν, τυγχάνουν αμέριστης προσοχής, βοήθειας και συμπαράστασης στην μόρφωση, στην εξέλιξη και στην κοινωνική τους ένταξη και φαίνεται ότι έχουν ένα πλεονέκτημα ψυχοκινητικό σε σχέση με τα παιδιά του γενικού πληθυσμού».