Η εικόνα κοινή στα περισσότερα γραφεία. Την ώρα της χαλάρωσης ρέουν στις οθόνες των υπολογιστών φούστες, παντελόνια, πουκάμισα, σακάκια, γόβες, μοκασίνια, αθλητικά, βιβλία, λευκώματα, παπλώματα, πορτατίφ, σκουπάκια μπάνιου, μηχανές αποτρίχωσης και «αόρατα» σουτιέν. Η φόρτωση στο καλάθι των αγορών γίνεται είτε ως καταναλωτική ανάγκη είτε ως κοστολογημένη εκτόνωση. Το κάνω επανειλημμένα κι εγώ με αποτελέσματα άνω του αναμενομένου (θυμάμαι βέβαια με αμηχανία εκείνη την πρώτη ημέρα των capital controls όταν έφθασαν στο γραφείο «σετ δύο μαγιό που φοριούνται συνδυαστικά» τα οποία είχα παραγγείλει την προηγούμενη εβδομάδα και έπρεπε να πληρώσω cash). Και σκέφτομαι ότι σε λίγα χρόνια έτσι θα κάνουμε το σύνολο σχεδόν των αγορών μας.
Ευκολία μεν αλλά περιορισμός των αισθήσεων που συμμετέχουν στην «πρώτη γνωριμία» με ένα προϊόν. Η υφή των υφασμάτων και η ούγια τους. Η ανεπαίσθητη μυρωδιά των υλικών. Η επαφή του ρούχου με την επιδερμίδα. Η πορεία του χεριού στις γωνίες και τις καμπύλες του αντικειμένου. Η εκτίμηση των ρεαλιστικών του διαστάσεων. Οταν όμως σιγά σιγά χάνουμε την ανάγκη να αγγίξουμε και να μυρίσουμε τα πράγματα πριν επιλέξουμε να μας περιβάλουν, φοβάμαι μήπως αρχίσουμε να υποτιμάμε και την αξία της σωματικής συνάφειας, τις μυρωδιές των άλλων. Κι έτσι, απόμακρα και εγκλωβισμένα τα αγαθά του πόθου μας στις διαστάσεις του υπολογιστή, μου θυμίζει πώς ο Ρέιμοντ Τσάντλερ περιγράφει σε ένα βιβλίο του μια γυναίκα: «Από μακριά φαινόταν πολύ όμορφη. Από τα τρία μέτρα φαινόταν σαν να είχε φτιαχτεί για να φαίνεται από μακριά».